Η ζωή του χωριού ήταν πάντα δύσκολη,
κουραστική και μονότονη.
Ήταν
σκληρή,
γεμάτη ταλαιπωρίες,
έγνοιες κι επίμονη δουλειά.
Απόγνωση κι
απογοήτευση
επικρατούσε στις ψυχές των ανθρώπων αν οι καιρικές συνθήκες
ή άλλοι παράγοντες κατάστρεφαν τις σοδιές σκορπίζοντας τις
ελπίδες και τα όνειρα τους στους πέντε ανέμους.
Χαρά κι ευεξία αν όλα πήγαιναν καλά και
τα προϊόντα
τους έφταναν στις αποθήκες άφθονα και σε καλή ποιότητα,
απ`όπου
θα έφευγαν λίγο αργότερα για πώληση.
Το φθινόπωρο ήταν για όλους
η
καλύτερη εποχή.
Πρώτα τ`
αμύγδαλα κι αργότερα η σταφίδα πήγαιναν για
πώληση και
τα πορτοφόλια γέμιζαν.
Γι` αυτό κι οι
περισσότεροι γάμοι του
χωριού
γίνονταν Οκτώβρη και Νοέμβρη.
Ήταν η καλύτερη ευκαιρία για όλους
να
ξεδώσουν λιγάκι.
Να διασκεδάσουν για τρεις -
τέσσερις συνεχόμενες μέρες,
να ντυθούν
στα γιορτινά τους,
να χορέψουν και να τραγουδήσουν.
Σε κάτι
τέτοιες
χαρούμενες στιγμές ένιωθαν και καταλάβαιναν πως η ζωή δεν
είχε μόνο ταλαιπωρίες,
βάσανα και λύπες αλλά και απολαύσεις.
Μα και το Πάσχα της Ανάστασης επίσης
προκαλούσε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στους κατοίκους του
χωριού.
Ήταν μια ευχάριστη ανάπαυλα στην
καθημερινή ρουτίνα.
Τα διάφορα παιχνίδια στην αυλή της
εκκλησίας κι αργότερα
στο σχολείο
χαροποιούσαν μικρούς και μεγάλους,
πλούσιους και φτωχούς.
Το
βάπτισμα
ενός νεογέννητου παιδιού,
οι αρραβώνες ενός ζευγαριού,
το φύτεμα
ενός νέου
αμπελιού,
η συμπίεση των ελιών στο μύλο καθώς και
το πανηγύρι του
Αγίου
Αντωνίου στις 17
Ιανουαρίου,
όπου πολλοί πραματευτάδες από διάφορα
μέρη της
Κύπρου,
ανάμεσά τους και δεκάδες Τούρκοι που
κατασκήνωναν στο
γύρω χώρο
της εκκλησίας διαλαλώντας τα εμπορεύματά τους,
ήταν ευχάριστα
γεγονότα που
τ`
ακολουθούσε πάντοτε μεγάλο κι ατέλειωτο
γλέντι.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα επισκεπτόταν το
χωριό
«καραγκιοζοπαίχτης»
που με τις
όμορφες παραστάσεις του διασκέδαζε για τρία
- τέσσερα συνεχόμενα
βράδια τους
κατοίκους του χωριού.
Αναφέρομε μερικά ονόματα που με την
τέχνη τους
στο θέατρο σκιών άφησαν εποχή:
Αθηνόδωρος Γεωργιάδης από τη
Χλώρακα,
Χριστόδουλος Αντωνιάδης Πάφιος και
Ιωάννης Κισσονέργης Μούζος.
Σαν πρώτο μέλημα,
ο εκάστοτε
«καραγκιοζοπαίχτης»,
έστελνε μερικά αγόρια να
κάνουν το
γύρω του χωριού και να ενημερώσουν όλους για το ευχάριστο
γεγονός.
Τα παιδιά
έκαναν με χαρά κι ενθουσιασμό τη δουλειά που τους ανέθεταν,
γιατί
ως
αντάλλαγμα θα παρακολουθούσαν δωρεάν όλες τις παραστάσεις.
Τρέχανε
ασταμάτητα
κι ακούραστα μέσα στα στενά δρομάκια κουνώντας πάνω
- κάτω
ένα μικρό
καμπανάκι,
σαν αυτά που είχανε δεμένα στο λαιμό των
προβάτων
για να μη
χάνονται και φώναζαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν ώστε να τους
ακούσουν όλοι:
«Προσοχή… προσοχή… Απόψε η ώρα έξι να έρτετε
ούλλοι στον καφενέ για να παρακολουθήσετε “Καραγκιόζη”… Θα
δείτε το έργο “ ο Οδυσσέας Αντρούτσος τζιαι το χάνι της
Γραβιάς”… Να φέρετε μαζί σας τζιαι μισό σελίνι…»
Έλεγαν και επαναλάμβαναν τα λόγια αυτά και
φυσικά ποτέ δεν παράλειπαν να διευκρινίσουν σε ποιο καφενείο
θα γίνονταν οι παραστάσεις.
Τα πιο παλιά χρόνια
βολεύονταν
στο καφενείο του Γιώργου Μιχαηλίδη ή του Φωτή Σταυρινού Βίρα.
Μετά
χρησιμοποιούσαν το καφενείο του Κυριάκου Πατσαλίδη,
κοινοτάρχη του
χωριού ή του
Κυριάκου Πετρίδη.
Αργότερα όμως όλες οι παραστάσεις
γίνονταν
πάντοτε στο
καφενείο του Φωτή Σπύρου Μουσούλα.
Ο
«καραγκιοζοπαίχτης»
καθότανε στο χωριό τρία με τέσσερα συνεχόμενα βράδια.
Αυτό εξαρτιότανε από την ανταπόκριση του
κοινού αλλά κι από το
πόσες νύχτες
χρειαζότανε για να τελειώσει την εκάστοτε ιστορία του.
Θέματά
τους ήταν
συνήθως ιστορίες από τα κατορθώματα των ηρώων της Ελληνικής
Επανάστασης.
Μπορούσε όμως καμιά φορά να είναι και μια
ιστορία αγάπης και
έρωτα.
Οι παραστάσεις που ανέβαζαν ήταν
μοναδικές κι ανεπανάληπτες. Ήταν
τόσο ωραίες
και τόσο πειστικές που ο κόσμος τις παρακολουθούσε με μεγάλο
ενδιαφέρον.
Χαίρονταν με τις νίκες των Ελλήνων,
αλλά δάκρυζαν όταν έβλεπαν
τον Ελληνικό
λαό να υποφέρει και να βασανίζεται κάτω από τον Τουρκικό
ζυγό.
Ο Αθηνόδωρος,
που ήταν πολύ καλός στο επάγγελμα,
παρουσίασε κάποια
φορά τη ζωή
και τη δράση του
«Αθανάσιου Διάκου»
αφήνοντας όλους άφωνους και κατασυγκινημένους.
Την ώρα που έδειχνε τον ήρωα να ψήνεται
στη φωτιά,
είχε ζητήσει
από κάποιο φίλο του ν`
ανάψει ένα κερί λίγο πιο πίσω από το πανί
και στη
φλόγα του απάνω ν`
ακουμπά ένα κομμάτι λαρδί.
Οι μυρωδιές που
ξεχύνονταν
τριγύρω καθώς και το τσιτσίρισμα που έκανε το λίπος που
έλιωνε έδινε μια πιο ζωντανή και πιο πειστική παράσταση,
κάνοντας τους θεατές να
δακρύζουν
ασταμάτητα.
Κλαίγανε μέχρι που έκανε την εμφάνισή του
στο πανί ο
Καραγκιόζης
με τα ξεκαρδιστικά αστεία,
τις γκάφες αλλά και τις έξυπνες ατάκες
του να τους
αλλάξει το κέφι και να τους φτιάξει τη διάθεση.
Έτσι όμορφα κι απλά διασκέδαζαν οι παλιοί
κάτοικοι του χωριού.
Χωρίς περιττά
έξοδα και
χωρίς πολλές απαιτήσεις.