Η ζωή στις
Κέδαρες πριν από μερικές δεκαετίες
Ας αφήσομε
τη σκέψη μας να τρέξει στα παλιά επαναφέροντας στη μνήμη μας
τις Κέδαρες του χθες. Η δυνατή και επίμονη «πουρού» του
λεωφορείου του Γιάννου Αριστείδη Παπουή η ώρα 4.00 το πρωί
ήταν το εγερτήριο σάλπισμα για τους κατοίκους του χωριού.
Οι
καφετζήδες άνοιγαν αμέσως τα καφενεία τους κι ετοιμάζονταν
να φτιάξουν καφέδες και τσάγια σ` αυτούς που θα πήγαιναν
δουλειά στη Λεμεσό, το Ακρωτήρι και την Επισκοπή. Πέντε
καφενεία είχε το χωριό την εποχή εκείνη και ήταν όλα γεμάτα
με κόσμο. Γύρω στις 4.20 το λεωφορείο
αναχωρούσε για τον προορισμό του. Η απόσταση για τη Λεμεσό
δεν και τόσο μεγάλη, ο Γιάννος όμως είχε να κάνει πολλούς
σταθμούς και να πάρει επιβάτες. Περνούσε από τη Φιλούσα, το
Πραιτώρι, τον Άγιο Νικόλα και το Άρσος.
Ο Γιάννος
Παπουής ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που ποτέ δεν έλειπε ο
καλός λόγος από το στόμα του. Πολλές και διάφορες οι
παραγγελίες που του ανέθεταν καθημερινά οι συγχωριανοί του.
Η καμπίνα του αυτοκινήτου του ήταν πάντα γεμάτη με καλάθια
και κάσες από διάφορα προϊόντα που έστελναν οι κάτοικοι του
χωριού στα παιδιά και τους διάφορους συγγενείς και φίλους.
Χρειαζότανε αρκετή ώρα για να τα διανέμει μα αυτός ποτέ δεν
δυσανασχετούσε. Ήταν πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει όλους.
Για κάποια χρονική περίοδο έκαμνε και δεύτερες διαδρομές
μεταφέροντας μαθητές των Γυμνασίων της Λεμεσού σε διάφορα
ιστορικά μνημεία της Κύπρου.
Μερικά λεπτά αφότου έφευγε το πρώτο λεωφορείο για τη Λεμεσό
ακολουθούσε ένα δεύτερο, με οδηγό το Μιχάλη Στυλιανού άλλως
Μιχαήλη, επίσης πολύ εξυπηρετικό άνθρωπο. Αυτός, εκτός από
το λεωφορείο διατηρούσε κι ένα μπακάλικο στο χωριό.
Λίγο
αργότερα περνούσαν από το χωριό τα λεωφορεία με προορισμό
την Πάφο. Ένα από το Άρσος με οδηγό τον Αχιλλέα Ταπολό, ένα
από το Πραιτώρι με οδηγό το Δημήτρη Μεταξωτό και αργότερα
τον Αντρέα Μάρκου. Περνούσαν και δυο από τη Φιλούσα με
οδηγούς τον Τάκη Αριστείδη συγχωριανό μας και παντρεμένο
εκεί, και το Γιάννη Βαρταλή που αργότερα έγινε ιερέας.
Τα πρώτα
αυτοκίνητα των Κεδάρων ήταν συνεταιρικά και τα είχαν οι
ακόλουθοι:
Ο
Νικολάτζης Ι. Πατσαλίδης μαζί με το Χατζηαγαθάγγελο
Χατζηιωάννου από την Αρμίνου που ήταν παντρεμένος στις
Κέδαρες. Αυτοί οι δυο εκτός από το συνεταιρικό καπριολέ
είχαν και συνεταιρικό χάνι στη Λεμεσό.
Ο Αγαθοκλής
Σπύρου είχε αυτοκίνητο μαζί με το Γιάγκο Νεοκλέους.
Ο Άλκης
Αλκιβιάδης μαζί με τον Παναγιώτη Σταυρινού.
Ο
Παναγιώτης Χριστοδούλου Πατούτσιος μαζί με τον αδερφό του
Νεοπτόλεμο και ο Νεόφυτος Παρπαρίνος μαζί με το Γεώργιο
Δημητρίου Απόστρατο.
Υπήρχαν κι
άλλοι οδηγοί στις Κέδαρες που είτε με λεωφορείο, είτε με
φορτηγό αυτοκίνητο, είτε και με τα δυο, εξυπηρέτησαν στο
ακέραιο τους Κεδαρίτες. Αναφέρομε μερικά ονόματα: Αυξέντιος
Παπαδόπουλος, Αχιλλέας Α. Παπουής, Αντωνάκης Δαμιανού,
Ιωάννης Ηλία, Χριστόδουλος Αριστείδου, Γεώργιος Δημητρίου
Απόστρατος, Χριστόδουλος Παναγιώτου και Παύλος Σπύρου. Μα
και ο Νεόφυτος Κάτσης από το Πραιτώρι εξυπηρέτησε το χωριό
μας ως οδηγός.
Ο
Χριστόδουλος Παναγιώτου ή Πατούτσιος όπως τον αποκαλούσαν
πήρε αρχικά το λεωφορείο του πατέρα του, με αριθμό εγγραφής
Τ 4584. Ύστερα από λίγα χρόνια το άλλαξε και πήρε το J 946
για να καταλήξει αργότερα στο BD66. Όταν είχε να μεταφέρει
εμπορεύματα αφαιρούσε τα καθίσματα και την καμπίνα του
λεωφορείου του και το γέμιζε με κάθε λογής προϊόντα. Τελικά
το πούλησε και αγόρασε φορτηγό. Την εποχή του τρύγου
μετέφερε τα σταφύλια των χωριανών στα εργοστάσια και
σταφίδες στους εμπόρους. Μετέφερε είδη οικοδομής στο χωριό
όπως άμμο, τσιμέντα και τσακίλι. Εξυπηρέτησε πάρα πολύ τους
χωριανούς του γι` αυτό όλοι τον εκτιμούσαν και τον
υπολόγιζαν.
Πολύ συχνά
οι οδηγοί των Κεδάρων διοργάνωναν εκδρομές σε διάφορα
μοναστήρια του νησιού μας: π.χ. στην Τοοδίτισσα ή την
Παναγία του Κύκκου την ημέρα του δεκαπενταύγουστου. Στον
Άγιο Νεόφυτο, στην Αγία Παρασκευή στη Γεροσκήπου και πολύ
σπάνια στον Απόστολο Ανδρέα όπου και διανυχτέρευαν.
Φεύγοντας
τα λεωφορεία για τον προορισμό τους ξεκινούσαν και οι
υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού για τις δουλειές τους στα
χωράφια και τ` αμπέλια, αφού πρώτα έπιναν βιαστικά τον καφέ
τους κι αντάλλασαν μερικές κουβέντες. Οι δουλειές του χωριού
ήταν πολλές κι ατέλειωτες. Ήταν κύκλος που επαναλαμβανόταν
ανάλογα με την εποχή. Άλλοτε ήταν το κλάδεμα και το όργωμα,
άλλοτε το θέρισμα και το αλώνισμα, άλλοτε τα περιβόλια και η
συγκομιδή αμυγδάλων κι ελιών. Ο τρύγος διαρκούσε περισσότερο
απ` όλες τις άλλες αγροτικές δουλειές και πολύ συχνά είχε
μορφή πανηγυριού παρά αγροτικής εργασίας. Τα γέλια, τα
τραγούδια και οι χαρούμενες φωνές ούτε λεπτό δεν σταματούσαν.
Εκεί όπου οι εργάτες ήταν πολλοί τ` αστεία και τα πειράγματα δεν
έλεγαν να κοπάσουν, έτσι οι ώρες και οι μέρες κυλούσαν
όμορφα και εύκολα χωρίς οι άνθρωποι να αισθάνονται πλήξη και
κούραση.
Με το
δυνατό κτύπημα της καμπάνας ξεκινούσαν και τα παιδιά για το
σχολείο οπότε γύρω στις 7.30 το χωριό παρέμενε άδειο κι
έρημο, σιωπηλό σαν να το άγγιξε με το μαγικό της ραβδί μια
μάγισσα βυθίζοντάς το σ` ένα βαθύ λήθαργο.
Το χωριό
ζωντάνευε ξανά γύρω στο απόγευμα όταν όλοι επέστρεφαν στα
σπίτια τους. Οι γυναίκες έτρεχαν στην βρύση με τις στάμνες
στον ώμο να προμηθευτούν φρέσκο δροσερό νερό και μετά
καταπιάνονταν με το μαγείρεμα και το συγύρισμα του σπιτιού.
Τα καλοκαίρια που ο καιρός ήταν ζεστός και οι μέρες μεγάλες
κάθονταν παρέες παρέες στα σκαλιά των σπιτιών τους και
περνούσαν τις ώρες τους κουβεντιάζοντας. Οι άντρες όμως
αναζητούσαν λίγη ξεκούραση και λίγη κουβεντούλα στα
παραδοσιακά καφενεία του χωριού που ήταν ο καλύτερος τόπος
επικοινωνίας, συναναστροφής και ψυχαγωγίας. Το χαρτοπαίγνιο
και το τάβλι ήταν τα συνηθισμένα τους παιγνίδια.
Τα
παιδιά πήγαιναν και τ` απόγευμα σχολείο. Μόλις όμως
επέστρεφαν στο σπίτι παρατούσαν τις σάκες με τα βιβλία
σε μια μεριά και ξεχύνονταν ξέγνοιαστα και χαρούμενα
μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού κυνηγώντας το ένα το
άλλο για να καταλήξουν σε μια μεγάλη αυλή ή σε κανένα
χωράφι και να χορτάσουν παιχνίδι. Σκαρφάλωναν σαν
ζαρκάδια πάνω στις πανύψηλες συκιές και μουριές
απολαμβάνοντας τα γλυκά τους φρούτα. Όταν τα σχολεία
έκλειναν για τις διακοπές του καλοκαιριού πήγαιναν μέχρι
το ποτάμι όπου δροσίζονταν στα κρύα και καθάρια νερά του.
Μόνο τις Κυριακές και τις σχόλες άλλαζε το σκηνικό.
Είχαν όλοι αποχή από τις χειρονακτικές εργασίες. Η
παράδοση πρόσταζε να πάνε όλοι στην εκκλησία. Αργότερα
οι άντρες απολάμβαναν ησυχία και ξεκούραση στα καφενεία
που την εποχή εκείνη ήταν πάντα γεμάτα.
Αντιγόνη Χριστοδουλίδου
Από το περιοδικό ''Οι Κέδαρες άλλοτε και σήμερα'' - Τεύχος Δεύτερο,
Ιούλιος 2013 |