Όταν το προικοσύμφωνο ετοιμαζόταν υπογραφόταν από τους
γονείς και ο ιερέας πλέον ήταν έτοιμος να ευλογήσει τους
αρραβώνες. Ακολουθούσε φαγοπότι και διασκέδαση που διαρκούσε
πολλές ώρες.
Οι περισσότεροι γάμοι του χωριού γίνονταν τον Οκτώβριο ή
το Νοέμβριο. Ήταν η εποχή που πουλούσαν τ` αμύγδαλα και τις
σταφίδες τους και ήταν σε θέση να καλύψουν όλα τα έξοδα για
τις απαιτήσεις του γάμου. Ένας γάμος στο χωριό δεν ήταν μια
απλή εκκλησιαστική τελετή. Ήταν ταυτόχρονα και κοινωνική
εκδήλωση. Ήταν η ευκαιρία που αναζητούσαν οι άνθρωποι για να
παραμερίσουν έστω και για λίγο το μόχθο και τον κόπο, τις
έγνοιες και τις ανησυχίες και ν` αφήσουν τους εαυτούς τους
ελεύθερους κι ανέμελους να χορέψουν, να γλεντήσουν και να
διασκεδάσουν για τέσσερεις συνεχόμενες μέρες, γιατί τόσο
διαρκούσαν οι γάμοι της εποχής εκείνης.
Μια βδομάδα πριν από το γάμο, συγγενείς και φίλες της
νύφης ασχολούνταν με το πλύσιμο των προικιών, καθώς και των
μαλλιών που θα γινόταν το νυφικό κρεβάτι. Άπλωναν το ύφασμα
στο πάτωμα του σπιτιού, τοποθετούσαν χιαστή τα μαλλιά, για
να ευλογηθούν από το σχήμα του σταυρού, έφερναν μετά την
άλλη πλευρά του υφάσματος πάνω από τα μαλλιά κι εκείνο που
τους έμενε τότε ήταν να ράψουν τις τρεις πλευρές και το
κρεβάτι ήταν έτοιμο.
Την Πέμπτη πριν από το γάμο γινότανε το κάλεσμα,
παλαιότερα με παξιμάδια ή γυρισταρκές και αργότερα μ` ένα
κερί. Τους κουμπάρους και τις κουμπάρες τους καλούσαν με
μαντίλι.
Οι δραστηριότητες άρχιζαν από το Σάββατο και συνεχίζονταν
μέχρι και την Τρίτη. Σάββατο απόγευμα όλες οι κοπέλες με
συνοδεία βιολιών και λαγούτων άλεθαν σε μεγάλους πέτρινους
μύλους το ήδη πλυμένο και καθαρισμένο σιτάρι. Το μετέφεραν
στους ώμους μέσα σε σκάφες σκεπασμένες με άσπρες και
κόκκινες καθαρές πετσέτες. Με το σιτάρι αυτό θα έφτιαχναν
ένα εξαιρετικό έδεσμα, το ρέσι που γινότανε με μπόλικα
κρέατα, λύπη και αρώματα και ψηνόταν σε χαμηλή φωτιά όλο το
βράδυ.
Την Παρασκευή, πολλές φορές ακόμη και το Σάββατο, όλοι οι
χωριανοί πλούσιοι και φτωχοί έστελναν το λεγόμενο «κανίσιη»
στο σπίτι που θα γίνονταν τα τραπέζια. Έβαζαν δηλαδή σ` ένα
καλάθι οτιδήποτε διέθετε ο καθένας, π.χ. ρύζι, πατάτες,
μακαρόνια, διάφορα λαχανικά και πολλές φορές και μια - δυο
οκάδες κρέας καθώς και κρασί και ζιβανία. Όλα αυτά
χρησιμοποιούνταν για τα φαγητά που θα έφτιαχναν για τον
κόσμο. Αυτό ήταν ένα σπάνιο και ασυνήθιστο έθιμο που
βοηθούσε κι ανακούφιζε αρκετά τους γονείς του ζευγαριού.
Το βράδυ του Σαββάτου υπήρχε μουσική, χορός και τραγούδια
στο σπίτι της νύφης, αν ήταν μεγάλο, ή σε καφενείο του
χωριού και η διασκέδαση συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Σε
μια καρέκλα απάνω έβαζαν ένα πιάτο καλυμμένο με μαντήλι όπου
οι χορευτές και οι συγγενείς που τους παρακολουθούσαν
«πλούμιζαν» τους βιολάριδες.
Την Κυριακή, και πάλιν με συνοδεία βιολιού και λαγούτου,
γινότανε ο στολισμός της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού,
του καθενός στο δικό του σπίτι. Τους τραγουδούσαν
συγκινητικά τραγούδια προσπαθώντας να τους κάνουν να
δακρύσουν, γιατί πίστευαν πως τα δάκρυα θα τους έφερναν
τύχη.
Τον γαμπρό τον ξύριζαν και τον έντυναν οι κουμπάροι, ενώ
τη νύφη την στόλιζαν οι κουμπάρες, που δεν παράλειπαν να
γράψουν τα ονόματά τους κάτω από τα παπούτσια της. Έτσι θα
έσερνε τα πόδια της και θα παντρεύονταν κι αυτές πολύ
σύντομα.
Λίγο πριν ξεκινήσουν για την εκκλησία τους κάπνιζαν και
τους ράντιζαν με ροδόσταγμα. Μετά τους έζωναν οι
γεροντότεροι συγγενείς καθώς και οι νονοί τους. Κρατώντας
στο δεξί τους χέρι ένα μεγάλο, κόκκινο μαντίλι έκαναν στο
σώμα τους νεόνυμφους το σήμα του σταυρού και μετά το
περνούσαν τρεις φορές γύρω από τη μέση τους, λέγοντας τ`
ακόλουθα λόγια: «Ζώνε σε ποζώνω σε διώ σου την ευτζιή μου».
Όταν όλα ήταν έτοιμα ξεκινούσαν για την εκκλησία όπου
τους περίμενε ο ιερέας. Της πομπής προηγείτο ο γαμπρός
συνοδευόμενος από τον πατέρα του και τους μουσικούς. Λίγο
αργότερα ακολουθούσε η νύφη με τον πατέρα της και μετά ο
υπόλοιπος κόσμος. Δυο τρεις κυνηγοί που σκόπιμα
παρευρίσκονταν στο προαύλιο της εκκλησίας έριχναν μερικές
ντουφεκιές στον αέρα, έτσι για χαρά και κατάνυξη, ενώ η
καμπάνα κτυπούσε δυνατά και χαρμόσυνα.
Ο γαμπρός περίμενε τη νύφη στα σκαλοπάτια της εκκλησίας
κι αφού την έπαιρνε από το χέρι έμπαιναν μαζί στο ναό, οπότε
η τελετή του μυστηρίου άρχιζε χωρίς καθόλου χρονοτριβή. Το
ζευγάρι στεκότανε μπροστά σ` ένα τραπέζι που συμβόλιζε το
οικογενειακό τους τραπέζι, που μετά το γάμο θα ήταν κοινό
και θα τους ένωνε για πάντα στη ζωή. Οι κουμπάρες στέκονταν
δίπλα στην νύφη, η μια μετά την άλλη και οι κουμπάροι δίπλα
στο γαμπρό και φρόντιζαν να γράψουν καθαρά και ευδιάκριτα τα
ονόματά τους πάνω στην άσπρη κορδέλα που είχε αρκετό μάκρος
και ήταν δεμένη στα στέφανα του ζευγαριού.
Κατά τη στιγμή που ο ιερέας έψαλλε το Ησαΐα χόρευε και το
αντρόγυνο περιφερόταν τρεις φορές γύρω από το τραπέζι,
έριχναν στο ζευγάρι ανακατεμένα σιτάρι, βαμβακόσπορο και
κέρματα. Το σιτάρι συμβόλιζε την ευλογία και την ευφορία, ο
βαμβακόσπορος με το άσπρο χρώμα του βαμβακιού συμβόλιζε τα
άσπρα μαλλιά των γερόντων δηλαδή τη μακροζωία του ζευγαριού
ενώ τα κέρματα συμβόλιζαν πλούτο και άνετη ζωή.
Όταν τέλειωνε το μυστήριο του γάμου οι στενοί συγγενείς
προσκυνούσαν το ευαγγέλιο, φιλούσαν τα στέφανα κι έβγαιναν
στην αυλή, όπου ο περιχαρής πατέρας της νύφης μαζί με κάποιο
συγγενικό του πρόσωπο κρατώντας κολοκύθες γεμάτες με κρασί
και ζιβανία κερνούσαν τον κόσμο. Οι κολοκύθες ήταν πάντοτε
στολισμένες με όμορφα πλουμιστά κουλούρια που τραβούσαν την
προσοχή και τα βλέμματα όλων. Το ζευγάρι επέστρεφε στο σπίτι από άλλο δρόμο, για να μην
πατήσει τα προηγούμενα βήματά του και τους προκύψουν
αναποδιές και δυσκολίες στη ζωή.
Στο κατώφλι του σπιτιού τους υποδεχόταν η μητέρα της
νύφης κρατώντας στα χέρια της ένα δίσκο που περιείχε μια
μερέχα γεμάτη με ροδόσταγμα, ένα μεγάλο κατακόκκινο ρόδι,
ένα ολοκαίνουργιο άσπρο μαντήλι κι ένα καπνιστήρι με
αναμμένα κάρβουνα. Αρχικά κάπνιζε το ζευγάρι για να μη
βασκαθεί. Μετά το έραινε με ροδόσταγμα για να είναι η ζωή
του δροσερή και μοσχομυρισμένη κι ακολούθως έδινε στο γαμπρό
το ρόδι. Εκείνος το έπαιρνε στο χέρι του και το έριχνε με
δύναμη στον τοίχο πάνω από το κατώφλι του σπιτιού, κάνοντας
το χίλια κομματάκια. Η μητέρα της νύφης έσκυβε τότε κι
έπαιρνε μερικά σπυριά από το σπασμένο φρούτο και τους έβαζε
στο στόμα. Αυτό συμβόλιζε την ευφορία και την τεκνοποιία.
Τέλος άνοιγε το μαντήλι και το άπλωνε στον ώμο του γαμπρού.
Αυτό σήμαινε πως από τη στιγμή εκείνη όλα τα έξοδα και οι
ευθύνες που είχε για την κόρη της, έφευγαν από πάνω της και
πήγαιναν στους ώμους του γαμπρού. Μια πεθερά κάποτε, την ώρα
που έριξε το μαντήλι στον ώμο του γαμπρού της, του είπε το
ακόλουθο δίστιχο:
«Κόντρα είχα τζιαι έβκαλά την
Τζιαι στον ώμο σου έβαλά την».
Γέλασαν όλοι με το αστείο της πεθεράς, ακόμη κι ο γαμπρός
ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Η νύφη όμως δυσαρεστήθηκε κι έκανε
μέρες να συγχωρέσει τη μάνα της. Άκουσε `κει να την
παρομοιάσει με κόντρα! Πολύ δεν ήτανε;
Αρχικά χαιρετούσαν το ζευγάρι εκείνοι που ήρθαν από τα
γειτονικά χωριά, οι «ξενοχωρίτες» όπως τους αποκαλούσαν.
Τους ευχόντουσαν «χρόνια πολλά και καλούς απογόνους»,
έπαιρναν το γλυκό του κουταλιού που τους κερνούσε η νύφη,
έβαζαν το «πλουμιστήτζι» τους μέσα στο δίσκο και περνούσαν
δίπλα στα τραπέζια όπου απολάμβαναν ένα εύγευστο και πλούσιο
γεύμα.
Νωρίς το απόγευμα γινότανε ο χορός του κρεβατιού. Έβαζαν
το κρεβάτι στη μέση της αυλής, πάνω σ` ένα σεντόνι και οι
κουμπάρες κεντούσαν στην κάθε του γωνιά το σύμβολο του
σταυρού, χρησιμοποιώντας κόκκινη κλωστή. Ύστερα κυλούσαν
απάνω δυο-τρία παιδάκια ως επί τω πλείστον αρσενικά. Στο
τέλος έβαζαν ένα μαντίλι στη μέση του κρεβατιού για να
«πλουμίσουν» οι συγγενείς και οι κουμπάροι, καθώς κι ένα
δεύτερο για το πλούμισμα τους βιολάριδες. Όλα αυτά φυσικά
συνοδεύονταν από μουσική και τραγούδι.
Ράψετε κότζινους σταυρούς
στα τέσσερα καντούνια
Να πέφτει η νύφη τζι` ο γαμπρός
σαν τα φιλικουτούνια.
Σαν έφταναν στο τέλος, οι κουμπάροι, ο ένας μετά τον άλλο
σήκωναν το κρεβάτι στους ώμους τους και το χόρευαν για
μερικά λεπτά. Μετά το έπαιρνε ο γαμπρός, το χόρευε κι αυτός
για λίγο και μετά το τοποθετούσε στη νυφική κλίνη, ενώ οι
κουμπάρες έχοντας σε πανέρια με κόκκινα ρούχα τα σεντόνια
που θα χρησιμοποιούσαν πλησίαζαν να το στρώσουν. Το απόγευμα
καθώς και το βράδυ ακολουθούσε και πάλιν μουσική και χορός
στο καφενείο.
Τη Δευτέρα του γάμου το πρωί, οι κουμπάρες και οι
συγγενείς του ζευγαριού, έπρεπε ν` ανασκουμπωθούν και να
φτιάξουν από ένα παραδοσιακό έδεσμα, όπως κατιμέρια,
δάχτυλα, ξεροτήγανα, παχιές πίττες και άλλα, ώστε να φάει το
νεαρό ζευγάρι και να γλυκαθεί. Για τον ίδιο σκοπό η μητέρα
της νύφης έσφαζε και μαγείρευε δυο περιστεράκια, (φιλικουτούνια)
για να είναι οι νεόνυμφοι αγαπημένοι και μονιασμένοι σε όλη
τους τη ζωή.
Τη Δευτέρα ήταν η σειρά των χωριανών να περάσουν από το
σπίτι του ζευγαριού και να το χαιρετίσουν. Έδιναν τις ευχές
τους κι έβαζαν το ξημέρωμά τους στο δίσκο, ενώ το βράδυ της
Δευτέρας ο χορός έφτανε στο αποκορύφωμά του. Γύρω στις εννιά
χόρευε το αντρόγυνο και οι γονείς με τους λοιπούς συγγενείς
προσέρχονταν ο ένας μετά τον άλλο να πλουμίσουν. Πιο
παλιά τους κρεμούσαν στο λαιμό χρυσά και αργυρά νομίσματα.
Αργότερα καρφίτσωναν στα ρούχα τους χάρτινα χρήματα. Επίσης,
οι στενοί συγγενείς τους έριχναν στον ώμο υφάσματα για να
ράψουν φορέματα και πουκάμισα.
Την Τρίτη το πρωί οι κουμπάροι γύριζαν τα συγγενικά
σπίτια και όλοι όσοι θα συμμετείχαν στο τραπέζι, τους έδιναν
από μια καλοθρεμμένη κότα. Τις έδεναν απ` τα πόδια και τις
περνούσαν ανάποδα πάνω σ` ένα χοντρό κοντάρι το οποίο
κρατούσαν στον ώμο τους δύο άτομα. Τις έψηνα σε μεγάλο
χαρτζί, (χάλκινο μεγάλο σκεύος) έφτιαχναν και σπιτίσια
μακαρόνια οπότε το γλέντι φούντωνε για τα καλά. Την επόμενη
Κυριακή γινότανε ο «αντίγαμος» στο σπίτι του γαμπρού.
Ιδιαίτερα αν αυτός καταγόταν από άλλο χωριό.
Αντιγόνη Χριστοδουλίδου