Κέδαρες - Έθιμα και παραδώσεις
Είναι σε
όλους γνωστό πως η εγκατάλειψη των χωριών και η συγκέντρωση
των ανθρώπων στις πόλεις, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι νέοι
τρόποι επικοινωνίας αλλά και τα πολλά ξενόφερτα συστήματα
μάς έχουν απομακρύνει από τα δικά μας πατροπαράδοτα έθιμα.
Οι νέες γενιές αγνοούν παντελώς τα ήθη και έθιμα του τόπου
μας κι αυτοί που τα βίωσαν κοντεύουν να τα ξεχάσουν. Παρόλα
αυτά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που παραμένουν πιστοί στην
παράδοση. Θυμούνται με αγάπη και νοσταλγία τους παλιούς
καλούς καιρούς και προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη
φλόγα.
Στο
προηγούμενό μας τεύχος αναφερθήκαμε στα ήθη και έθιμα του
γάμου. Στο παρόν τεύχος θ` αναφερθούμε σ` αυτά των
Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Χριστούγεννα:
Μπορεί τα
ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων να διαφέρουν από τόπο σε
τόπο έχουν όμως ένα κοινό παρονομαστή: το νόημα της αγάπης
και της ελπίδας που φέρνει με τη γέννησή του ο Θεάνθρωπος.
Είναι μια μεγάλη γιορτή που έρχεται στα μέσα της
βαρυχειμωνιάς να μας ζεστάνει τις καρδιές και να μας
μετατρέψει έστω και για λίγο σε μικρά παιδιά δίνοντάς μας
χαρά, ελπίδα κι αισιοδοξία.
Τα
Χριστούγεννα γιορτάζονταν με κάθε μεγαλοπρέπεια στις Κέδαρες.
Οι προετοιμασίες των Χριστουγέννων άρχιζαν από πολύ νωρίς.
Σαν πρώτο μέλημα οι οικοκυρές φρόντιζαν να καθαρίσουν και ν`
ασπρογιάσουν τις αυλές και τα σπίτια τους. Στις 12
Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα, φύτευαν τον «Άγιο
Βασίλη ή τα γένια του Άγιου Βασίλη», όπως έλεγαν.
Δηλαδή, τοποθετούσαν σ` ένα ρηχό δοχείο ένα κομμάτι βαμβάκι
και πάνω σ` αυτό έβαζαν μπόλικους σπόρους σιταριού,
κριθαριού ή ακόμη και φακές. Τους πότιζαν συχνά και οι
σπόροι φύτρωναν, μεγάλωναν και μετατρέπονταν σ` ένα όμορφο
καταπράσινο διακοσμητικό. Τη μέρα των Φώτων και αφού πρώτα
το ράντιζαν με αγιασμό που έφερναν από την εκκλησία το
φύτευαν στα χωράφια τους, πιστεύοντας πως μ` αυτόν τον τρόπο
τα σπαρτά τους θα ήταν ευλογημένα και θα ευδοκιμούσαν.
Μια - δυο
μέρες πριν από τα Χριστούγεννα οι γυναίκες του χωριού
ζύμωναν μπόλικα μοσχομυρισμένα ψωμιά. Τα «Χριστόψωμα» ή τις
«Γεννόπιτες», όπως τ` αποκαλούσαν. Τους έδιναν διάφορα
σχήματα ανάλογα με τη φαντασία της κάθε μιας. Τέλος τα
πασπάλιζαν με μπόλικο σησάμι και μαυρόκοκο. Τα σκέπαζαν για
μερικές ώρες με καθαρά ρούχα μέχρι να φουσκώσουν και να
είναι έτοιμα για φούρνισμα. Είχαν μιαν ιδιαίτερη γεύση τα
ψωμιά αυτά και παράλληλα διατηρούνταν πολλές μέρες γιατί
ήταν καμωμένα από προζύμη. Κι επειδή το ζύμωμα του ψωμιού
γινότανε πάνω σε μόνιμη βάση τα περισσότερα σπίτια διέθεταν
στην αυλή τους κι ένα μεγάλο πέτρινο φούρνο.
Η κάθε
οικογένεια αγόραζε κι έκτρεφε στο σπίτι της ένα μικρό
γουρουνόπουλο. Σε περιπτώσεις που οι οικογένειες ήταν
πολυμελείς έκτρεφαν και δεύτερο. Τα γουρουνόπουλα αυτά
τρέφονταν με βαλανίδια, πίτουρα και οτιδήποτε άλλο διέθεταν
στο σπίτι γι` αυτό και το κρέας τους ήταν νοστιμότατο.
Μεγάλωναν με τη μέρα πάχαιναν και μεταμορφώνονταν σε
μεγάλους χοίρους που καμιά φορά υπερέβαιναν τις εκατόν
πενήντα οκάδες. Τους έσφαζαν τη μέρα των Χριστουγέννων
αμέσως μετά τη λειτουργία.
Τη μέρα των
Χριστουγέννων η εκκλησία ήταν κατάμεστη από κόσμο. Μετά τη
θεία λειτουργία έβγαιναν όλοι στον περίβολο του ναού όπου
μοιράζονταν παξιμάδια κι ένα ποτηράκι κρασί. (Ποτέ κόλλυβα
μια τέτοια μέρα). Τη γιορτή έκανε για πολλά χρόνια η
Κυριακού Μιχαήλ Χατζηγληόρη, σε όλους γνωστή ως Μάαινα. Στις
10 Σεπτεμβρίου του 1953 μετά από τον καταστροφικό σεισμό που
έπληξε το χωριό μας, η γυναίκα αυτή έσπασε τα πόδια της κι
αδυνατούσε να την συνεχίσει οπότε την ανέλαβε ο Χρίστος
Νικηφόρου Στρατή που υπήρξε για πολλά χρόνια δεξιός ψάλτης
της εκκλησίας του χωριού. Ακολουθούσε φαγοπότι στο σπίτι του
με πλούσιους μεζέδες και άφθονο κρασί.
Η σφαγή των
χοίρων δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα γι` αυτό και
χρειάζονταν πολλά χέρια για να γίνει. Υπήρχε όμως μεγάλη
αλληλεγγύη ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού έτσι κανείς
δεν αντιμετώπιζε προβλήματα. Τρεις-τέσσερις άντρες έριχναν
το ζώο στο έδαφος πιέζοντάς το απ` όλες τις μεριές για να
μείνει ακίνητο. Αυτός που κρατούσε το μαχαίρι έκανε πρώτα το
σχήμα του σταυρού πάνω στο σώμα του και μετά έμπηγε με
δύναμη το μαχαίρι στην κάτω μεριά του λαιμού του. Οι
τσιριχτές φωνές των τρομαγμένων ζώων αντιλαλούσαν απ` άκρη
σ` άκρη του χωριού προκαλώντας λύπη και συμπόνια σε μικρούς
και μεγάλους. Αφού περνούσαν μερικά λεπτά και σιγουρεύονταν
πως το ζώο εξέπνευσε το τοποθετούσαν σ` ένα παλιό και
στερεό πάγκο και τότε άρχιζε το καθάρισμά του. Αρχικά
περιέλουαν το δέρμα του με καυτό νερό που έβραζαν σε χαρτζί
(μεγάλο χάλκινο μαγειρικό σκεύος) κι αφαιρούσαν όλες τις
τρίχες. Στη συνέχεια το έτριβαν με κομμάτια από μάρμαρο ή
κεραμίδι καθώς και κομμένα στη μέση (κιτρόμηλα) νεράντζια
για να καθαρίσει εντελώς και να μη μυρίζει το κρέας του.
Τελειώνοντας το καθάρισμα σειρά είχε το τεμάχισμα του ζώου
που ήταν πραγματική απόλαυση. Μερικά επιλεγμένα κομμάτια
ρίχνονταν από τον οικοδεσπότη στα κάρβουνα ενώ η νοικοκυρά
έπαιρνε στα χέρια της το συκώτι, το κατατεμάχιζε και το
τηγάνιζε στα γρήγορα. Το πλούσιο φαγοπότι που ακολουθούσε
ήταν το έπαθλο για τη δύσκολη και κοπιαστική δουλειά που
προηγήθη.
Τα παιδιά
παρακολουθούσαν από κοντά την ιεροτελεστία της σφαγής του
χοίρου κι ενώ στην αρχή ένιωθαν λύπη και συμπόνια για την
τύχη των άμοιρων ζώων, πολύ γρήγορα τα συναισθήματα τους
μετατρέπονταν σε χαρά και αγαλλίαση. Το χορταστικό και
εύγευστο φαγητό τούς ικανοποιούσε απόλυτα αλλά η φούσκα του
χοίρου ήταν το αγαπημένο τους παιγνίδι. Την χρησιμοποιούσαν
ως μπάλα μέχρι που βρισκότανε κανένα σουβλερό αγκάθι και την
τρυπούσε.
Από το
κρέας του χοίρου παρασκεύαζαν όλων των ειδών τα αλλαντικά.
Με το κεφάλι, το λαιμό και τα πόδια έφτιαχναν ζαλατίνα. Με
το ψαχνό κρέας έφτιαχναν λουκάνικα, χοιρομέρι και λούντζες
κι από τα λιπαρά μέρη το λαρδί και το βούτυρο. Το
περισσότερο όμως κρέας το έκοβαν σε μικρά κομματάκια κι αφού
το τηγάνιζαν το έβαζαν σε μεγάλα γυάλινα ή πήλινα δοχεία,
τους (κούζους) όπως τους αποκαλούσαν, και το κάλυπταν με
αρκετό λίπος για να το διατηρήσουν πολύ καιρό. Στα παιδιά
άρεσε ιδιαίτερα ν` αλείφουν το ψωμί τους με λίπος του
χοίρου και από πάνω να το πασπαλίζουν με ζάχαρη.
Οι μέρες
του Δωδεκαήμερου ήταν για όλους η εποχή των παχιών αγελάδων.
Μετά από τη νηστεία του σαραντάημερου το κρέας αφθονούσε σε
κάθε σπιτικό και τα φαγοπότια σε φιλικά και συγγενικά σπίτια
έδιναν κι έπαιρναν. Τα εύγευστα παραδοσιακά εδέσματα δεν
έλειπαν από κανένα σπίτι κατά τις μέρες αυτές. Από τη μιαν
άκρη του χωριού μέχρι την άλλη ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα
έντονες λαχταριστές μυρωδιές. Ο καππαμάς με χοιρινό κρέας
και κολοκάσι, τ` αφέλια με κρασί και κόλιανδρο, οι παχιές
πίτες με λίπος του χοίρου κανέλα και ζάχαρη, τα μπουρέκια με
κρασάτο κιμά, οι πίτες με τιτσιρίδες, (χοιρινό λιπαρό
κρέας τηγανισμένο στο λίπος του) και πολλά άλλα ήταν
συνηθισμένο φαινόμενο κατά τις μέρες αυτές. Οι τιτσιρίδες
χρησιμοποιούνταν και στα φαγητά: π.χ. στα φασόλια που
γίνονταν πολύ πιο νόστιμα με την προσθήκη τους. Μα και το
πατροπαράδοτο ρέσι επίσης είχε την τιμητική του κατά τις
μέρες του δωδεκαήμερου.
Σε
περίπτωση που κάποιος συγχωριανός μας, για τον ένα ή άλλο
λόγο δεν ανέθρεψε χοίρο, οι χωριανοί δεν τον άφηναν έτσι.
Του έδιναν, η κάθε οικογένεια, από δυο -τρεις οκάδες κρέας
και το πρόβλημα λυνότανε.
Οι κάτοικοι
του χωριού συνήθιζαν να τοποθετούν πάνω στα κρέατα ένα κλαδί
ελιάς. Πολλές φορές μάλιστα το έμπλεκαν σε σχήμα σταυρού. Μα
και στην πόρτα απάνω έβαζαν ένα κλωνάρι ελιάς καθώς επίσης
και στην ταπατζιά με τα ψωμιά. (Ρηχό μεγάλο πανέρι ήταν η
ταπατζιά για το φύλαγμα των ψωμιών. Ήταν πάντοτε κρεμασμένη
από την οροφή του σπιτιού για να μην μπορούν να την
πλησιάζουν τα ποντίκια). Πίστευαν πως η ελιά θα έφερνε
ευλογία στο σπίτι ενώ παράλληλα θ` απωθούσε τους
καλικάντζαρους και δεν θα τους επέτρεπε να πλησιάσουν και να
λερώσουν τα φαγητά.
Όλα αυτά τα
έθιμα έχουν δυστυχώς εκλείψει από καιρό και τη θέση τους
πήραν τα ξενόφερτα συστήματα. Πρέπει όμως να τα θυμόμαστε
κάθε τόσο και να τα αναφέρομε με κάθε λεπτομέρεια στους
νεότερους γιατί μόνον έτσι θα διατηρηθεί η παράδοσή μας.
Πρωτοχρονιά:
Την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς τηρείτο σε όλα τα σπίτια το έθιμο
της ελιάς. Όλα τα μέλη της οικογένειας μαζεύονταν γύρω από
την αναμμένη τσιμινιά και ρίχνοντας στα κάρβουνα φύλα ελιάς,
που είχαν πάρει στην εκκλησία κατά την ώρα του εσπερινού για
να ευλογηθούν, έλεγαν κι επαναλάμβαναν το εξής τραγουδάκι
για να διαπιστώσουν ποιος αγαπούσε ποιάν ή το αντίθετο:
Άη - Βασίλη
Βασιλιά που πήες πέρα τζι` ήρτες δα,
δείξε και
φανέρωσε αν μ` αγαπά ο/η…
Έλεγαν το
όνομα αυτού ή αυτής που τους ενδιέφερε κι αν τα φύλλα
καίονταν χωρίς να μετακινηθούν από τη θέση τους ήταν
σίγουροι πως το πρόσωπο που τους ενδιέφερε έλιωνε από αγάπη
για το άτομό τους Αν όμως τα φύλλα πετάγονταν από τη θέση
τους προκαλώντας ένα ανεπαίσθητο θόρυβο σήμαινε πως δεν
υπήρχε αίσθημα εκ μέρους αυτού ή αυτής που τους ενδιέφερε
γι` αυτό κι απογοητεύονταν. Υπήρχαν φυσικά και άνθρωποι που
πίστευαν εντελώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή υπήρχε αγάπη αν το
φύλλο πεταγότανε από τη θέση του.
Ούτε και η
βασιλόπιτα έλειπε από κανένα σπίτι την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς. Αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα συνηθισμένο
ψωμί που περιείχε λίγο λάδι, ζάχαρη, κανέλα και φυσικά ένα
νόμισμα. Την έκοβαν την παραμονή ή ακόμη και τη μέρα της
Πρωτοχρονιάς. Αυτός που έβρισκε το νόμισμα στο κομμάτι του
θεωρείτο ο τυχερός της χρονιάς.
Για το καλό
του χρόνου η κάθε οικοκυρά φρόντιζε να γεμίσει τα σταμιά της
με φρέσκο νερό από τη βρύση. Επίσης πολλές ήταν οι οικοκυρές
που έσπαζαν ένα ρόδι και μοίραζαν τα σπυριά του σε όλα τα
μέλη της οικογένειας. Το φρούτο αυτό θεωρείτο ως το σύμβολο
της ευφορίας και της μακροζωίας γι` αυτό πίστευαν πως
συμπεριλαμβάνοντάς το στο μενού της ημέρας θα βοηθούσε ν`
αποκτήσουν ό, τι επιθυμούσε η ψυχή τους. Φρόντιζαν ακόμη ο
πρώτος επισκέπτης που θα περνούσε το κατώφλι τους να έμπαινε
με το δεξί πόδι και να είναι νεαρός σε ηλικία με μαύρα
μαλλιά. Αν ακόμη ήταν και κάποιος που θεωρείτο γουρλής τόσο
το καλύτερο, γιατί σίγουρα η χρονιά τους θα κυλούσε όμορφα
κι ωραία χωρίς στενοχώριες και προβλήματα
Φώτα:
Την
παραμονή των Φώτων όλοι οι κάτοικοι του χωριού ντυμένοι με
τα γιορτινά τους ρούχα έπρεπε να πάνε στον εσπερινό. Το ίδιο
και τη μέρα των Φώτων. Είχαν μαζί τους κι από μια μπουκάλα
που την γέμιζαν με αγιασμό. Έπιναν λίγο από τον αγιασμό και
μετά ράντιζαν τα σπίτια, τα υποστατικά με τα ζώα, τα σπαρτά,
τα δέντρα και τα περιβόλια τους. Φεύγοντας από την εκκλησία
έπαιρναν μαζί τους και «Άγιο φως» το οποίο προμηθεύονταν από
το καντήλι του Χριστού και μ` αυτόν άναβαν τις λάμπες. Για
το καλό του σπιτιού το διατηρούσαν αναμμένο όσο πιο πολλές
μέρες γινότανε.
Δυο
γυναίκες στο χωριό μας, η Νεοφύτα Κακουτή και η Καλλιόπη
Γιάγκου χρησιμοποιούσαν το Άγιο φως για να παράγουν «χολλά».
Αυτό το πετύχαιναν με τον εξής τρόπο: έβαζαν σ` ένα δοχείο
ένα κομματάκι βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδι και το άναβαν με
το Άγιο φως. Ύστερα τοποθετούσαν πάνω από το αναμμένο
βαμβάκι ένα οικιακό σκεύος με λίαν επιφάνεια όπου σε μερικά
λεπτά μαζευότανε αρκετή μούζη «χολλά». Με τη
βοήθεια ενός φτερού μάζευαν τη «χολλά» και την τοποθετούσαν
σ` ένα μικρό βαζάκι. Μ` αυτήν «χόλιαζαν», έβαφαν
δηλαδή τα μάτια των κοριτσιών. Αυτό εξυπηρετούσε δυο σκοπούς.
Τα κορίτσια που χολιάζονταν θα είχαν για δεκαπέντε μέρες
όμορφα μαύρα βλέφαρα ενώ παράλληλα το Άγιο φως θα βοηθούσε
να μην πονέσουν τα μάτια τους.
Με το πέρας
της λειτουργίας των Φώτων έβγαιναν όλοι στον περίβολο της
εκκλησίας και όση ώρα μοιράζονταν στον κόσμο τα κόλλυβα, ο
γιορτάρης της ημέρας που ήταν ο Ιωάννης Φωτίου Πατίκης
επίτροπος της εκκλησίας για πολλά χρόνια, κερνούσε όλους
τους άντρες από ένα - δυο ποτηράκια κρασί. Αμέσως μετά, ο
παπά-Χρύσανθος και λίγα χρόνια αργότερα ο παπά- Χριστόδουλος
μαζί με αρκετούς φίλους και συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι
του Ιωάννη Πατίκη για φαγητό. Κάθονταν γύρω από το τραπέζι
και πριν αρχίσουν τη ζεστή τους σούπα έψαλλαν τα κάλαντα.
Τελειώνοντας το τροπάριο κτυπούσαν τα μαχαιροπίρουνα στο
πιάτο, έτσι για κατάνυξη και συνάμα εύχονταν ο ένας στον
άλλο «κι από χρόνου». Κατά τη διάρκεια του γεύματος
σταματούσαν για να τραγουδήσουν κανένα δίστιχο:
Καλώς
ήρταμε τζ` ήβραμε την τράπεζα στρωμένη
Τζιαι τζείνη που την έστρωσε άξια προκομμένη.
Στο σπίτι που βρισκόμαστε πέτρα να μη ραίσει
τζι` ο νοικοτζύρης του σπιδκιού χρονιά πολλά να ζήσει.
Χρόνια πολλά να ζήσετε τζι` εσείς τζιαι τα παιδκιά σας
Τζ` η Παναγία τζ` ο Χριστός να `ναι βοήθειά σας.
Με το καλό
φαγητό, το άφθονο ποτό, τ` αστεία και το τραγούδι το γλέντι
φούντωνε για τα καλά. Ο ιερέας όμως δεν μπορούσε να
παραμείνει για πολλή ώρα. Έτρωγε στα γρήγορα κι έφευγε
βιαστικά. Κρατώντας στο ένα του χέρι το σταυρό και στο άλλο
ένα κομμάτι βασιλικό γύριζε όλα τα σπίτια του χωριού και
«καλάντιζε». Βουτούσε το βασιλικό μέσα στο κουβαδάκι με
τον αγιασμό που κρατούσαν τα παιδιά που τον συνόδευαν και
ψέλνοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε»
ράντιζε τους ανθρώπους και τα σπίτια. Οι νοικοκυραίοι
προσκυνούσαν το σταυρό, έριχναν μέσα στο δοχείο με τον
αγιασμό μερικά κέρματα και κερνούσαν τον ιερέα και τη
συνοδεία του ξεροτήγανα ή οτιδήποτε άλλο είχαν στο σπίτι.
Ένα άλλο
έθιμο των Φώτων ήταν η «πουλουστρίνα» των παιδιών. Δεν
υπήρχε περίπτωση να την αποφύγουν οι παππούδες και οι νονοί
γιατί τα παιδιά τους το υπενθύμιζαν κάθε λίγο και λιγάκι
λέγοντάς τους το ακόλουθο τραγουδάκι:
«Καλημέρα
τζιαι τα Φώτα τζιαι την πουλουστρίνα πρώτα».
Οι
καλικάντζαροι ή σκαλαπούνταροι:
Υπήρχε και υπάρχει ακόμη η άποψη πως οι καλικάντζαροι ή
σκαλαπούνταροι ζούνε μέσα στα έγκατα της γης όπου πριονίζουν
το δέντρο που τη στηρίζει με σκοπό να το ρίξουν κάτω
αναποδογυρίζοντας τα πάντα ώστε να γελάσουν και να
διασκεδάσουν με την καρδιά τους. Την παραμονή των
Χριστουγέννων, κουρασμένοι και αποκαμωμένοι από τη συνεχή
προσπάθειά τους ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης να φάνε,
να πιούνε και να κάνουν τις σκανδαλιές τους. Την ημέρα των
Φώτων μετά τον αγιασμό των υδάτων επιστρέφουν και πάλιν στα
έγκατα της γης για να συνεχίσουν το έργο τους. Διαπιστώνουν
όμως πως κατά τη διάρκεια της απουσίας τους ο κορμός του
δέντρου έχει θρέψει για τα καλά κι έτσι αρχίζουν ξανά το
πριόνισμα μέχρι να φτάσει το επόμενο δωδεκαήμερο για να
επαναληφθεί η ίδια ιστορία.
Σχεδόν
όλοι οι Κεδαρίτες είχαν την άποψη πως οι καλικάντζαροι είναι
σιχαμερά όντα με όλα του κόσμου τα σακατιλίκια συγκεντρωμένα
πάνω τους. Τους φαντάζονταν να έχουν μαυριδερό χρώμα,
κόκκινα εξογκωμένα μάτια και μακριά ξερακιανά άκρα με
ακανόνιστα δάχτυλα. Πίστευαν πως άλλοι απ` αυτούς είναι
στραβοί, άλλοι αλλήθωροι, άλλοι κουτσοί, άλλοι καμπούρηδες
κι άλλοι στραβομύτηδες. Πολλοί ήταν κι εκείνοι που πίστευαν
πως τα δαιμόνια αυτά είναι σατανάδες γι` αυτό και τ`
αποκαλούσαν «οι έξω που δαμέ». Πως συχνάζουν
κάτω από γεφύρια, μέσα σε μύλους και πηγάδια, κοντά στα
ποτάμια και σε τρίστρατα μονοπάτια.
Υπήρχε επίσης η άποψη πως τα βρέφη που πέθαναν πριν οι
γονείς τους προλάβουν να τα βαφτίσουν, καθώς και αυτά
που για τον ένα ή άλλο λόγο τ` απόβαλαν οι μητέρες τους
πριν έρθει η ώρα να γεννηθούν, μεταμορφώνονται σε
καλικαντζαράκια. Έτσι όσες γυναίκες στο χωριό είχαν
χάσει αβάφτιστα παιδάκια ποτέ δεν παράλειπαν να ρίξουν
μερικά ξεροτήγανα ή κανένα κομμάτι λουκάνικο στο δώμα
του σπιτιού λέγοντας τα εξής λόγια:
«Τιτσί
τιτσί λουκάνικο κομμάτι ξεροτήανο να φάτε τζιαι να φύετε».
Μια
συνήθεια που είχαν οι γυναίκες του χωριού, κατά την
περίοδο του Δωδεκαήμερου, ήταν να μαζεύουν από νωρίς τα
ρούχα που είχαν πλύνει κι απλώσει έξω στην αυλή για να
στεγνώσουν, διαφορετικά θα τους τα άρπαζαν όπως πίστευαν
ή θα τους τα λέρωναν οι καλακαντζαρίνες. Για τον ίδιο
ακριβώς λόγο απόφευγαν ν` ανοίξουν το ερμάρι ή το
μπαούλο τους βραδιάτικα. Ούτε φυσικά και έκαναν
οποιεσδήποτε δουλειές τα βράδια όπως κέντημα, μπλέξιμο
κτλ γιατί σίγουρα οι καλικάντζαροι θα φρόντιζαν θα μην
πετύχει οπότε θα αναγκάζονταν να το χαλάσουν την επόμενη
μέρα.
Ένας
αρκετά μεγάλος αριθμός Κεδαριτών, προ πάντων
γυναικόπαιδα, φοβούνταν να κυκλοφορήσουν τα βράδια μέσα
στο χωριό. Στα δε καφενεία ακούγονταν καθημερινά
διάφορες ιστορίες για τα δαιμονικά αυτά όντα. Ο ένας
έλεγε πως του τρύπησαν το σάκο με το αλεύρι καθώς
επέστρεφε από το μύλο που βρισκόταν κοντά στο ποτάμι και
μέχρι να φτάσει στο χωριό ο σάκος άδειασε εντελώς, ο
άλλος ισχυριζόταν πως τον ακολούθησαν για μιαν αρκετά
μεγάλη απόσταση με την πρόθεση να του κάνουν κακό, και ο
άλλος πως του αφήνιασαν τα ζώα κάνοντάς τα να
πηγαινοέρχονται φοβισμένα κι ανήσυχα μέσα στην αυλή.
Κάποιος
άλλος ισχυριζόταν πως τους είδε κάτω από ένα γεφύρι να
χορεύουν ασταμάτητα, να κάνουν τούμπες στον αέρα και να
τον απειλούν δείχνοντάς του τα κοφτερά τους δόντια και
τα σουβλερά τους νύχια.
Ο Φωτής
Σταυρινού Βίρας άκουγε τις ιστορίες αυτές και γελούσε με
την καρδιά του. Αυτός ήταν ένας πολύ τολμηρός και
θαρραλέος άνθρωπος. Πίστευε πως όλα αυτά που αφηγούνταν
δεξιά κι αριστερά οι συγχωριανοί του δεν ήταν τίποτα
άλλο παρά δημιουργήματα της φαντασίας τους ή ακόμη και
συμπτώσεις. Γι` αυτό τα προσπερνούσε και τ` αγνοούσε
χωρίς να τους δίνει σημασία. Έλα όμως που εκείνο το
βράδυ του συνέβη κάτι παράξενο που τον έκανε έστω και
για μερικά λεπτά να σκεφτεί πως ναι, ίσως και να
υπάρχουν στ` αλήθεια καλικάντζαροι!
Είχε
από νωρίς πάει στο γειτονικό χωριό Πραιτώρι. Τον κάλεσε
για φαγητό ο φίλος του ο Μιχαήλης Πορτός. Με τόσους
μεζέδες στο σπίτι και τόσο κρασί ποιος ο λόγος να μην το
διασκεδάσουν λιγάκι; Στην κουβέντα, το φαγοπότι και το
τραγούδι απάνω η ώρα πέρασε. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν
πήρε το δρόμο της επιστροφής και για να φτάσει στο σπίτι
του όσο πιο γρήγορα γινότανε σκέφτηκε να πάει από το
μονοπάτι δίπλα στο γεφύρι. Είχε σχεδόν καλύψει τη μισή
διαδρομή όταν μέσα στο αρκάτζι άκουσε έναν παράξενο και
δυνατό θόρυβο. Κοντοστάθηκε για λίγο κι αφουγκράστηκε
προσεκτικά. Ο θόρυβος επαναλαμβανόταν ρυθμικά και στην
ίδια πάντα ένταση. Πατ…, πατ…, πατ…
«Κύριε
ελέησον, ήντα πον` τούτο που ακούεται μέσα στη νύχτα;
Άραγε εν αλήθκεια τζ` έσχιει καλικάντζαρους;»
αναλογίστηκε κι έμεινε για λίγο σκεφτικός κι απορημένος,
στημένος στη μέση του μονοπατιού να παρακολουθεί το
ρυθμικό θόρυβο που συνεχιζόταν.
«Πρέπει να πάω κοντά τζιαι να δω… Πρέπει να σιουρευτώ…»
μονολόγησε κι αφού πήρε από χάμω ένα κομμάτι ξύλο και
μια πέτρα προχώρησε με κάθε προφύλαξη προς το μέρος απ`
όπου ερχόταν ο θόρυβος έτοιμος ν` αμυνθεί, αν αυτό
χρειαζότανε.
Ένα
πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του
αντικρίζοντας την εικόνα μπροστά του. Μια πεινασμένη
αλεπού είχε εντοπίσει ένα ψόφιο γαϊδούρι που πέταξαν
εκεί την προηγούμενη μέρα κι έτρεξε να χορτάσει την
πείνα της. Δάγκωνε το πόδι του ψόφιου το τραβούσε προς
τα πάνω για να ξεκολλήσει το κρέας από τα οστά και μετά
το άφηνε να πέσει απότομα. Το πέταλο του ενός ποδιού
κτυπούσε στο πέταλο του άλλου δημιουργώντας τον παράξενο
εκείνο ρυθμικό θόρυβο που τον έκανε έστω και για μερικά
λεπτά να πιστέψει πως όντως υπάρχουν καλικάντζαροι.
«Ευτυχώς που ήμουν εγιώ που το λαλεί η ψυσιή μου γιατί
αν ήταν κανένας άλλος σίουρα θα τα γέμωνε…»
μονολόγησε ο Βίρας χαμογελώντας ειρωνικά και τράβηξε για
το σπίτι του.
Αντιγόνη Χριστοδουλίδου
Από το περιοδικό ''Οι Κέδαρες άλλοτε και σήμερα'' - Τεύχος Δεύτερο,
Ιούλιος 2013 |