ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ            Αρχική Σελίδα   |   Βιογραφικό   |   Βιβλία   |   Λαογραφία   |   Νέα   |   Σύνδεσμοι   |   Επικοινωνία

     
     
 

Κέδαρες - Παραδοσιακά επαγγέλματα

Στο προηγούμενο τεύχος αναφερθήκαμε στα επαγγέλματα του σκαρπάρη, του τσαγκάρη, του κουνουπιέρη και του τουρκόπουλου. Σ΄ αυτό εδώ θ` αναφερθούμε στα επαγγέλματα του μυλωνά, του καλαθοποιού, της μαίας ή «μαμούς» και του βοσκού.  

Ο μυλωνάς

Μυλωνάς ονομαζόταν αυτός που διέθετε μύλο για το άλεσμα των σιτηρών. Παλιά υπήρχαν αρκετοί μύλοι στο νησί μας και λειτουργούσαν με τη χρήση φυσικής ανανεώσιμης ενέργειας που ήταν το νερό, γι` αυτό και ονομάζονταν νερόμυλοι. Οι νερόμυλοι ήταν από τις πρώτες μηχανές που κατασκεύασε ο άνθρωπος και είχαν αντικαταστήσει τους χειρόμυλους και ζωόμυλους. 

Τέσσερεις ήταν οι συγχωριανοί μας που διέθεταν νερόμυλους και βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού Διαρίζου όπου τα άφθονα νερά έτρεχαν ασταμάτητα χειμώνα καλοκαίρι εξασφαλίζοντας έτσι τη συνεχή και χωρίς προβλήματα λειτουργία τους. Ήταν κτισμένοι με ακατέργαστες πέτρες και λίγο πιο ψηλά από την κοίτη του ποταμού. Η δε γύρω βλάστηση ήταν πυκνή και το περιβάλλον πανέμορφο, δροσερό κι απολαυστικό.

Ο νερόμυλος αποτελείτο από το κινητό μέρος, δηλαδή τη φτερωτή και τα εξαρτήματά της και το αλεστικό μέρος που ήταν οι τεράστιες μυλόπετρες και τα εξαρτήματα λειτουργίας. Το νερό έφτανε μέχρι το μύλο μέσω του πετραύλακου κι έπεφτε από ψηλά πάνω στις κούπες της φτερωτής προκαλώντας της περιστροφική κίνηση. Οι δε μυλόπετρες ήταν κύλινδροι από συμπαγή λίθο. Η κάτω ήταν σταθερή ενώ η πάνω περιστρεφόταν γύρω από μεταλλικό άξονα.

Άνθρωποι από τα γύρω χωριά, Τούρκοι και Έλληνες, πήγαιναν τουλάχιστον μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες για ν` αλέσουν. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο και περιμένοντας τη σειρά τους κουβέντιαζαν για χίλια δυο θέματα. Όλα τα κουτσομπολίστικα νέα των χωριών εκεί μέσα στους μύλους ακούγονταν κι απ` εκεί κυκλοφορούσαν.  Επίσης, πολλοί ήταν οι νέοι και οι νέες που γνωρίστηκαν στο μύλο, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν.

Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν κουραστικό, επίμονο, ανθυγιεινό αλλά και πολύ προσοδοφόρο. Ξυπνούσε πολύ νωρίς για να καθαρίσει και να βάλει σε λειτουργία το μύλο του. Έπρεπε να είναι φιλικός κι εγκάρδιος με τους πελάτες του για να μην τους χάσει. Οι πελάτες κατέφθαναν στο μύλο έχοντας τα σιτηρά φορτωμένα στα  γαϊδούρια τους κι αυτός τους βοηθούσε στο ξεφόρτωμα κι αργότερα που θα έφευγαν στο φόρτωμα. Καμιά φορά τους μετέφερε και το αλεύρι στο σπίτι. Παρόλα αυτά  πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως ο μυλωνάς έκλεβε από τον καθένα τους μια ποσότητα σιτηρών ή αλευριού. Απ` αυτό προέκυψε και η φράση «Θεωρία πισκόπου τζιαι καρκιά μυλωνά». Ο μυλωνάς πληρωνόταν συνήθως σε χρήμα. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που πληρωνόταν και σε είδος: τ` «αλεστικά» όπως ονομάζονταν. Δηλαδή ο πελάτης, αντί χρημάτων, έδινε μια ποσότητα αλευριού ανάλογη με το σιτάρι που άλεσε. 

Μυλωνάδες του χωριού ήταν οι ακόλουθοι:

Ευριπίδης Σταυρινού Βραντζής
Βρυώνης Ιωάννου Βκωνής
Κλεάνθης Σταυρινού
Νεόφυτος Ροδοσθένους Χατζηφυτής

Με την πάροδο του χρόνου οι νερόμυλοι εγκαταλείφτηκαν και γύρω στα τέλη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους αγγλικές αλευρομηχανές που εργάζονταν με πετρέλαιο. Οι μηχανές αυτές ήταν 24 αλόγων και ήταν τοποθετημένες πάνω σε στερεή βάση που έπρεπε να κατασκευαστεί από κάποιον ιδικό όπως ήταν ο Νέμιτσας. Το άλεσμα του σιταριού έγινε πολύ πιο εύκολο με τις μηχανές αυτές κι επίσης απεφεύχθη η μακρά και κουραστική πεζοπορία των ανθρώπων μέχρι το ποτάμι. 

Αλευρομηχανές στο χωριό είχαν οι ακόλουθοι:

Νεόκλας Λουκά. Αρχικά  είχε εγκαταστήσει τη μηχανή του στο γειτονικό χωριό Άγιος Νικόλαος, αργότερα τη μετέφερε στις Κέδαρες.

Αγαθοκλής Νεοφύτου Φοαρτάς. Από το 1943 μέχρι το 1947 διατηρούσε την αλευρομηχανή του στη Σαλαμιού. Το 1948 τη μετέφερε στις Κέδαρες όπου την δούλευε μέχρι το 1957. Την ίδια εποχή ο Παυλής Νικολάου από το γειτονικό μας χωριό Φιλούσα άνοιξε φούρνο και με το αυτοκίνητό του πήγαινε στα γύρω χωριά προμηθεύοντας τους κατοίκους με έτοιμα μοσχομυρισμένα ψωμιά. Αυτό σήμανε και το τέλος των αλευρομηχανών, όπως επίσης και το συχνό ζύμωμα στα σπίτια.

Η ζωή του χωριού άρχισε να παίρνει μια καινούργια όψη.

Η μαία ή μαμού

Οι μαμές της παλιάς εποχής ήταν συνήθως αγράμματες και απλοϊκές γυναίκες που εκπαιδεύονταν από κάποια γηραιότερη, προκάτοχο στο επάγγελμα, που αδυνατούσε πλέον να εξασκήσει τα καθήκοντά της. Θεωρούνταν σεβάσμια πρόσωπα γι` αυτό κι ο κόσμος τις αγαπούσε και τις υπολόγιζε. Η κάθε μαμή έκανε ό, τι μπορούσε για να πετυχαίνει το δύσκολο έργο της. Όταν την καλούσαν να ξεγεννήσει μια γυναίκα έπρεπε να παρατήσει αμέσως τις οποιεσδήποτε δουλειές είχε και να τρέξει στο καθήκον. Μεταφορικό της μέσο ήταν συνήθως το γαϊδούρι της. Πολλές φορές όμως δεν υπήρχε ούτε κι αυτό οπότε αναγκαζόταν να πάει με τα πόδια. Φτάνοντας στο σπίτι της ετοιμόγεννης εξέταζε στα γρήγορα την κοπέλα, την συμβούλευε, την εμψύχωνε και μετά ζητούσε από τους οικείους της να βράσουν νερό και να ετοιμάσουν τα κατάλληλα ρούχα. Μόλις έβγαζε το μωρό σκούπιζε τη μύτη του και του φυσούσε στο πρόσωπο για να πάρει την πρώτη ανάσα. Έκοβε τον ομφαλό (ομφάλιο λώρο) και τον έδενε σφικτά. Ο πλακούντας έπεφτε λίγο αργότερα και θαβότανε στην αυλή, βαθιά στο χώμα για να μην το φάνε τα σκυλιά ή τα γατιά. Κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη γουρσουζιά όχι μόνο  για το παιδί αλλά και για τη μητέρα. Έκανε μετά ένα χλιαρό μπάνιο στο παιδί και το «άρτιζε» πολύ καλά. Ακολούθως το τύλιγε σε σπάργανα και το έβαζε στο σκαφίδι να κοιμηθεί.

Το «άρτισμα» του βρέφους γινότανε με τον εξής τρόπο:

Μερικές μέρες πριν από τον τοκετό κοπανούσαν πολύ καλά το αλάτι μετατρέποντάς το σε λεπτή σκόνη και μετά το περνούσαν από ιδικό ύφασμα για ν` απομακρύνουν τυχόν μεγάλα κομματάκια. Να σημειώσομε εδώ πως το αλάτι της εποχής εκείνης το έπαιρναν από τις αλυκές της Κύπρου και ήταν μεγάλα και σκληρά κουβάρια που χρειάζονταν επίμονη δουλειά για να μετατραπούν σε σκόνη. Μ` αυτό λοιπόν το πολύ λεπτό αλάτι, που η μαμή φρόντιζε και μούλιαζε με αρκετό κρασί έτριβαν σχολαστικά όλο το σώμα του βρέφους από τα ποδαράκια μέχρι και το κεφάλι, χωρίς να εξαιρέσουν ούτε ακόμη και τα βλέφαρά του. Υπήρχε βλέπετε η αντίληψη πως με τη διαδικασία του «αρτίσματος» τα παιδιά θα γίνονταν αργότερα γεροί και εύρωστοι άνθρωποι ενώ παράλληλα δεν θα μύριζε άσχημα ο ιδρώτας τους. Απ` εδώ προέκυψε και η φράση «είσαι τέλεια ανάλατος», που λέγεται συνήθως γι` αυτούς που αρρωσταίνουν συχνά. Τα δύστυχα όμως παιδάκια υπόφεραν πολύ μ` αυτή τους την περιπέτεια. Τα ματάκια τους κοκκίνιζαν και φούσκωναν κι έκαναν μέρες να τ` ανοίξουν ενώ το λεπτό και ευαίσθητο δέρμα τους ερεθιζόταν σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα ν` αλλάζουν επιδερμίδα μέσα σε λίγες μέρες.

Μόλις η λεχώνα στεκότανε στα πόδια της ζύμωνε πολλά κουλούρια, τα «κούμουλα» όπως τα έλεγαν και μ` αυτά κερνούσε όλους τους κατοίκους του χωριού.   Οι δε συγγενείς χάριζαν στο νεογέννητο ένα σακουλάκι με λίγο αλάτι κι ένα μεγαλύτερο με ζάχαρη. Με το συμβολικό αυτό δώρο πίστευαν πως το παιδί θα αποκτούσε γερό και σφικτό μυαλό όπως ήταν το αλάτι και μαλακή και γλυκιά καρδιά όπως ο ζάχαρης.

Η πληρωμή της μαμής μπορούσε να είναι οτιδήποτε προϊόν είχαν στα σπίτια τους. Από κρεμμύδια και κουκιά μέχρι λουβιά και πατάτες. Από τραχανά και χαλούμια μέχρι μυζήθρες και μερικά αυγά. Καμιά φορά της έδιναν και κανένα ψωμί. Σε περίπτωση που η οικογένεια ήταν εύπορη έπαιρνε και μερικά ασημένια νομίσματα ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις και καμιά χρυσή λίρα.

Μαμές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο χωριό μας:

Χαββά. Τουρκάλα από το κοντινό χωριό Άγιος Νικόλαος.
Αννεττού. Από το διπλανό χωριό Πραιτώρι.
Μαρία. Από το Άρσος.

Τελευταία μαμή του χωριού μας ήταν η συγχωριανή μας Τερέζα Δημητρίου

Η Τερέζα ήταν το πέμπτο από τα έξη παιδιά του Δημήτρη Βασίλη Τσαγκάρη και της Σοφίας που καταγόταν από την Πενταλιά. Σε πολύ νεαρή ηλικία μπήκε στη σχολή μαιών στη Λευκωσία όπου παρακολουθούσε με μεγάλο ζήλο τα μαθήματά της.

Η Τερέζα διορίστηκε αρχικά στο νοσοκομείο της Λάρνακας όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια. Ήταν εργατική κι ευσυνείδητη γι` αυτό όλοι οι συνάδερφοι και προϊστάμενοι της την αγαπούσαν και την εκτιμούσαν. Μερικά χρόνια αργότερα πήρε μετάθεση για το νοσοκομείο της Πάφου.  Αυτό την βόλευε γιατί ήταν κοντά στο χωριό της. Το 1938  παντρεύτηκε τον Παναγή Καραγιάννη από το Άρσος οπότε η Αγγλική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το νόμο της εποχής εκείνης που δεν επέτρεπε στις παντρεμένες γυναίκες να εργάζονται, τερμάτισε τις υπηρεσίες της. Εγκαταστάθηκε τότε στις Κέδαρες όπου πρόσφερε τις υπηρεσίες της ως ιδιωτική μαία, όχι μόνο στο χωριό μας αλλά και στα γύρω χωριά.  Κι επειδή ο άντρας της Τερέζας είχε το δικό του αυτοκίνητο η Τερέζα ποτέ δεν αντιμετώπισε μεταφορικό πρόβλημα.

Δεν ήταν μόνον οι γυναίκες που χρειάζονταν βοήθεια για να γεννήσουν. Χρειάζονταν και τα αιγοπρόβατα. Ειδικοί σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν οι Ελένη Χρίστου Στρατή και ο Σοφοκλής Χριστοδούλου. 

Ο Σοφοκλής ήταν επίσης και ο «τελλάλης» του χωριού. Δηλαδή αυτός που έκανε τις δημοπρασίες που γίνονταν σ` ένα από τα καφενεία. 

Ο καλαθοποιός

Η τέχνη του καλαθοποιού είναι από τις πιο παλιές στον κλάδο της χειροτεχνίας. Τα κοφίνια και τα καλάθια ήταν απαραίτητα για τη μεταφορά των αγροτικών προϊόντων, όπως σταφύλια, αμύγδαλα, ελιές, φρούτα και άλλα έτσι το επάγγελμα αυτό αγκαλιάστηκε από πολλούς Κεδαρίτες. Συνήθως οι άντρες έφτιαχναν κοφίνια και καλάθια ενώ οι γυναίκες έφτιαχναν μεγάλα πανέρια για τα κόλλυβα, τεράστιους τσέστους για τα ψωμιά και το σκέπασμα των χαρτζιών και οτιδήποτε άλλο χρειάζονταν για το σπίτι. Τις πρώτες ύλες για την κατασκευή των κοφινιών και καλαθιών τις έπαιρναν από τα καλάμια που αφθονούσαν δίπλα στο ποτάμι, καθώς και από τρεμιθιές ή μυρτιές (μερσινιές) απ` όπου έπαιρναν τις λεπτές, ομοιόμορφες και πολύ ευλύγιστες βέργες. Τις έβαζαν για μερικές ώρες στο νερό ώστε να γίνουν μαλακές και ευλύγιστες και μετά άρχιζαν το μπλέξιμο ξεκινώντας πάντοτε από το κάτω σημείο.

Στην τέχνη του καλαθοποιού ξεχώριζε ο συγχωριανός μας Σοφοκλής Χριστοδούλου.  Αυτός ήταν ένας άοκνος κι αεικίνητος άνθρωπος. Έφτιαχνε εξίσου καλά ωραία και στερεά κοφίνια καθώς και καλάθια. Έφτιαχνε επίσης πολύ ωραία σκαμνάκια με αναθρίκα, έδενε καρέκλες με τόνο και πολύ συχνά επιδιόρθωνε και σαμάρια των γαϊδάρων.

Από τις γυναίκες του χωριού ξεχώριζε στην τέχνης του καλαθοποιού η Βαρβαρού Γ. Περικλέους. Εκτός από τους μεγάλους τσέστους και τα διάφορα πανέρια που ήταν σε θέση να κατασκευάζουν οι περισσότερες γυναίκες του χωριού, αυτή πρωτοστάτησε κι έφτιαχνε πολύ όμορφα μικρά καλαθάκια με τα οποία έπαιρναν σταφύλι στην εκκλησία στις 06 Αυγούστου, ημέρα του Σωτήρος. Έφτιαχνε ακόμη πανέμορφα τραπεζάκια με χρωματιστές αποκαλάμες.  

Ο Βοσκός ή τσοπάνος

Το επάγγελμα του βοσκού ή τσοπάνου ήταν συνήθως κληρονομικό και ήταν ένα από τα κυριότερα επαγγέλματα του τόπου μας.  Ένας πατέρας που πάντρευε το παιδί του τού έδινε ως προίκα μερικά ζώα κι εκείνος με τον καιρό μεγάλωνε τον αριθμό κι έφτιαχνε το δικό του κοπάδι που καμιά φορά ξεπερνούσε κι εκείνο του πατέρα του.

Ήταν δύσκολη και πολύ κουραστική η δουλειά του βοσκού. Με βροχές και με κρύο, με λιοπύρι, υγρασία και σφοδρούς ανέμους αυτός έπρεπε να γυρίζει τους κάμπους και τις βουνοπλαγιές ολομόναχος, μακριά από τον κόσμο και την οικογένειά του. Έπρεπε να σηκώνεται πρωί και καθισμένος σ` ένα σκαμνί να  γαλέψει (αρμέξει) τα ζώα του. Αυτό γινότανε πρωί και βράδυ. Έπρεπε ακόμη να πήξει το γάλα και να φτιάξει χαλούμια, μυζήθρες και γιαούρτι. Μα και το κούρεμα του κοπαδιού ήταν δική του δουλειά. Σ` όλα αυτά τον βοηθούσαν η γυναίκα και τα παιδιά του. 

Ξεκινούσε για τη βοσκή με συνηθισμένα ρούχα όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού, οι τσαγκαροποδίνες όμως ήταν απαραίτητες. Έβαζε στον ώμο τη βούρκα που περιείχε νερό και φαγητό, έπαιρνε στο χέρι τη ματσούκα του (μαγκούρα), σφύριζε στο σκύλο του να σιμώσει και ξεμάντριζε, έφευγε δηλαδή από τη μάντρα. Του κοπαδιού προπορευότανε πάντοτε το κριάρι κι ακολουθούσαν τα υπόλοιπα ζώα. Τα νεογέννητα καθώς και τα ετοιμόγεννα παρέμεναν πίσω στη μάντρα. Τις μέρες που ο καιρός ήταν πολύ βροχερός όλο το κοπάδι επίσης παρέμενε στη μάντρα. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα ζώα τρέφονταν με άχυρο και κριθάρι. 

Τα βοσκοτόπια ήταν περιοχές με πλούσια βλάστηση, έπρεπε όμως ο βοσκός να βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή μην τυχόν και το κοπάδι του απομακρυνθεί και προκαλέσει ζημιές σε ξένη περιουσία. Σ` αυτό βοηθούσε και ο σκύλος του που ήταν πάντα άγρυπνος φρουρός. Τα περισσότερα ζώα είχαν κρεμασμένα στο λαιμό τους μικρά μπρούντζινα κουδουνάκια που άφηναν στο πέρασμά τους μια ξεχωριστή, γλυκόηχη μουσική.  Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να εντοπίζονται εύκολα.  

Τα μεγαλύτερα κοπάδια στο χωριό τα είχαν οι ακόλουθοι:

Σπύρος Χριστοδούλου Μουσούλας
Αγαθάγγελος Ιωσήφ Ζορπάς
Σταυρής Κλεάνθους Σταυρινού

Βοσκοί με λιγότερα ζώα ήταν οι ακόλουθοι:

Θεοχάρης Λαμπριανού
Δημήτρης Ματθαίου
Νικηφόρος Στρατής
Παναγιώτης Σταυρινού
Ιωακείμ Θεοχάρους
Κλεάνθης Σταυρινού
Λάζαρος Νικηφόρου Στρατή
Παναγιώτης Χριστοδούλου Πατούτσιος
Παύλος Σπύρου
Λουκάς Αριστείδου Πλούσιος

Υπήρχαν και πολλοί άλλοι που είχαν μόνο γίδες.
 

Αντιγόνη Χριστοδουλίδου
Από το περιοδικό ''Οι Κέδαρες άλλοτε και σήμερα'' - Τεύχος Δεύτερο, Ιούλιος 2013

 
     
     

©   Antigoni  Christodoulides  ¤  Αντιγόνη  Χριστοδουλίδου   -  All rights reserved