ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ            Αρχική Σελίδα   |   Βιογραφικό   |   Βιβλία   |   Λαογραφία   |   Νέα   |   Σύνδεσμοι   |   Επικοινωνία

     
     
 

Ευτράπελα.... Ευτράπελα.... Ευτράπελα....
Αντιγόνης Χριστοδουλίδου

 

1.    Οι τρεις φίλοι και το καβγαδάκι τους

Είναι σε όλους γνωστό ότι πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως αμφορείς, αγαλματίδια, χρυσά κοσμήματα, νομίσματα και διάφορα άλλα έχουν ανακαλυφτεί κατά καιρούς στις Κέδαρες. Αρκετά απ` αυτά κοσμούν διάφορα μουσεία της Κύπρου και του εξωτερικού, ενώ άλλα έχουν καταστραφεί ή πουληθεί σε αρχαιοκάπηλους, αφού υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν ανασκαφές για δικό τους όφελος. Ό,τι έβρισκαν το πουλούσαν σε εξευτελιστικές τιμές. Αυτούς όμως καθόλου δεν τους ένοιαζε. Δυο και τρεις λίρες που έπαιρναν για κάθε κομμάτι ήταν πολύ σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη. 

Τρεις φίλοι, ακούγοντας άλλους συγχωριανούς τους να καυχώνται ότι έβγαζαν αρκετά χρήματα από τις ανασκαφές που έκαναν, σκέφτηκαν πως καλό ήταν να δοκιμάσουν και οι ίδιοι. Μια μέρα λοιπόν εντόπισαν έναν αρχαίο τάφο και αποφάσισαν να κάνουν την έφοδό τους. Οι μεν δυο  μπήκαν μέσα κι άρχισαν δουλειά, ενώ ο τρίτος που ήταν  ο μεγαλύτερος σε ηλικία, έμεινε απ` έξω προφασιζόμενος ότι το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν πολύ μικρό και  δεν τον χωρούσε να περάσει. «Πού να μπω μέσα τζιει έτσι σωματώδης που είμαι, ρε παιδκιά. Καλλίτερα να μείνω πόξω να προσέχω αν έρκεται αστυνομία. Αν δω κάτι ύποπτο θα σας σφυρίξω να βκείτε  αμέσως...» τους είπε.

Οι δυο φίλοι έψαξαν απ` άκρη σ` άκρη την σπηλιά, αλλά τίποτα δεν εντόπισαν. Είχαν φαίνεται προηγηθεί κάποιοι άλλοι, πιο γρήγοροι και πιο επιτήδειοι απ` αυτούς. Σκέφτηκαν τότε να δώσουν ένα καλό μάθημα στο φίλο τους που περίμενε απ` έξω να πάρει τη μερίδα του λέοντος, όπως έκανε σε κάθε συνεργασία που είχαν.  Πήραν από κάτω μια λεπτή και μακριά ρίζα που είχε κοπεί από κάποιο θάμνο που λέγεται «αλινιά» κι αφού έπιασαν ο καθένας από μια άκρη της προσποιήθηκαν ότι φιλονικούσαν.

 «Εν δική μου ρε....» φώναξε δυνατά ο ένας γυρνώντας προς την πλευρά της εισόδου για ν` ακουστεί μέχρι έξω. «Εγιώ την είδα πρώτος...»

«Ναι ρε, είσαι πολλά έξυπνος.... Αν νομίζεις πως εν να σου παραχωρήσω κοτζιάμ  αλυσίδα εγελάσαν σου... Τούτη αξίζει μιαν ολόκληρη περιουσία...» απάντησε ο άλλος κι άρχισαν να τραβάνε τη ρίζα του θάμνου ο καθένας προς τη μεριά του και να προσποιούνται ότι τσακώνονταν.

Ο φίλος τους, που μέχρι τη στιγμή εκείνη περίμενε απ` έξω, ξέχασε τους ισχυρισμούς του ότι δεν τον χωρούσε η είσοδος και μ` ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα τους: «Ρε κοπέλια, μεν τσακώνεστε τζιαι η αλυσίδα εν δική μου...» τους είπε με σοβαρό ύφος. «Φέρτε την δα γιατί έχω χρέη τζιαι πρέπει να τα πληρώσω...»

Οι άλλοι δυο ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια ακούγοντάς τον. Αποτραβήχτηκαν αμέσως αφήνοντας τη ρίζα του θάμνου στα δικά του χέρια.  Άφωνος έμεινε εκείνος βλέποντάς την. Κοίταζε μια τους φίλους του και μια τη ρίζα του θάμνου που βρισκότανε ακόμη στα χέρια του και δεν έβρισκε λόγια να τους απαντήσει.  Είχε πάρει το μάθημά του!

2.     Και οι ατρόμητοι καμιά φορά λυγίζουν

Ο Φίλιππος Φωτίου Σταυρινού ήταν ένας ατρόμητος και πολύ θαρραλέος άντρας. Ως αγροφύλακας που ήταν για πολλά χρόνια, γύριζε απ` άκρη σ` άκρη, όχι μόνο το χωριό αλλά και την γύρω περιοχή. Ποτέ του δεν δείλιαζε και τίποτα δεν φοβότανε.  Ένα βράδυ λοιπόν, προς τα τέλη Δεκεμβρίου, επέστρεφε από το γειτονικό χωριό Πραιτώρι, όπου πήγε για κάποια δουλειά. Ήταν γύρω στις δέκα περίπου. Το κρύο ήταν τσουχτερό και περπατούσε με γρήγορο βήμα για να ζεσταθεί. Βρισκότανε στο μέσο της διαδρομής, λίγο πιο κάτω από τον δείχτη προς την Φιλούσα, όταν ξεπρόβαλε μπροστά του ένα κάτασπρο «πράγμα» που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ο Φίλιππος έμεινε ακίνητος, με τα μάτια  ορθάνοιχτα να παρακολουθεί την πορεία του. Σε κάποια στιγμή το είδε να σταματά στη μια πλευρά του δρόμου, ν` αλλάξει για λίγο πορεία και μετά να συνεχίζει και πάλιν προς την ίδια κατεύθυνση.

«Άραγε υπάρχουν στ` αλήθκεια καλικάντζαροι τζι` εγιώ  ως τωρά εν επίστευκα;»  αναρωτήθηκε κι ένοιωσε την καρδιά του να κτυπά πιο έντονα.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αγωνίας και τελικά το είδε να σταματά στην άκρη του δρόμου. Το προσέγγισε τότε με αποφασιστικό βήμα, ενώ την ίδια στιγμή σήκωσε ψηλά τη ράβδο, που ως αγροφύλακας πάντοτε κουβαλούσε μαζί του, και ετοιμάστηκε να το κτυπήσει δυνατά. Πλησιάζοντας όμως διαπίστωσε ότι το άγνωστο «πράγμα», που κέντρισε τόσο πολύ την περιέργειά του, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας αρκετά μεγάλος όγκος από βαμβάκι, που φαίνεται πως έπεσε από κάποιο αυτοκίνητο που πέρασε απ` εκεί νωρίτερα, κι ο αέρας που φυσούσε δυνατά το έπαιρνε μια δεξιά, μια αριστερά, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν ζωντανό που έτρεχε. Το πήρε από χάμω, το κράτησε ψηλά στα χέρια του και χαμογέλασε πλατειά: «Παρ` ολίγο να με κάμεις να πιστέψω πως έσχιει καλακάντζαρους, ρε άτιμο...» μονολόγησε και κουβαλώντας το μαζί του συνέχισε τον δρόμο του.

3.     Οι δυο ευέξαπτοι φίλοι και το πάθημά τους

Πριν από πολλά χρόνια, αρκετοί κάτοικοι του χωριού συνήθιζαν να πηγαίνουν το  Σάββατο του Λαζάρου, από σπίτι σε σπίτι και να λένε τον «Λαζάρο», προσδοκώντας να εξασφαλίσουν μερικά αβγά ή κανένα τυρί, απαραίτητα υλικά για τις φλαούνες. Δυο φίλοι λοιπόν από τις Κέδαρες σκέφτηκαν να πάνε στη Σαλαμιού. Μεγάλο χωριό καθώς ήταν και με πολλούς βοσκούς, σίγουρα θ` αποκόμιζαν αρκετά οφέλη. Ξεκίνησαν με το πρώτο χάραμα και γύρω στις οκτώ το πρωί μπήκαν στο χωριό, έχοντας ο καθένας κι από ένα μεγάλο καλάθι περασμένο στο χέρι του. «Να  σας πούμε τον Λάζαρο;» ρωτούσαν τις οικοκυρές κι όταν εκείνες  απαντούσαν καταφατικά άρχιζαν αμέσως.

« Άρχοντες καλημέρα σας, καλή εορτή επάνω σας,
ήρθαν τα Βάγια ήρθανε και του Λαζάρου έγερση....»

Πολύ γρήγορα διαπίστωσαν πως η απόφαση που πήραν ήταν εξαιρετική. Οι οικοκυρές τούς έδιναν γενναιόδωρα, άλλες αβγά, άλλες αναράδες και άλλες τυριά. Γύρω στο μεσημέρι είχαν και τα δύο καλάθια γεμίσει μέχρι πάνω. Το ένα με αβγά και το άλλο με τυριά και αναράδες, οπότε οι δυο μας φίλοι, απόλυτα ικανοποιημένοι, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στο ποτάμι σταμάτησαν να βάλουν λίγο νερό στο πρόσωπό τους και να ξεκουραστούν λιγάκι, πριν πάρουν την ανηφόρα για το χωριό τους.

«Νομίζω πως εν καλλίτερα να τα μοιράσομε τωρά που εν μας θωρεί κανένας...» εισηγήθηκε ο πρώτος.  
«Τζιαι πού να τα βάλομεν;» διερωτήθηκε ο άλλος.
«Ο καθένας στο καλάθι του. Να βάλομε που κάτω τα τυρκά τζιαι τες αναράες τζιαι που πάνω τ` αβκά;» πήρε και πάλιν τον λόγο ο πρώτος και ο δεύτερος  συμφώνησε.

Έβγαλαν τότε όλα τα τυριά και όλα τα αβγά από τα καλάθια και τα άπλωσαν προσεκτικά πάνω στην άμμο, οπότε ο πρώτος άρχισε αμέσως να μοιράζει τα τυριά: «Ένα μου, ένα σου... Ένα μου, ένα σου...»
 
Τελειώνοντας τη μοιρασιά είχε βάλει στο δικό του καλάθι όλα τα μεγάλα και στο δικό του φίλου του όλα τα μικρά. Αυτό ενόχλησε πολύ τον φίλο του αλλά δεν του το έδειξε. Θέλησε όμως να του κάνει αντίποινα.
«Εσού εμοίρασες τα τυρκά... Τες αναράδες τζιαι τ` αβκά εν να τα μοιράσω εγιώ...» του είπε με στόμφο κι άρχισε να επαναλαμβάνει ακριβώς το ίδιο. Όλες οι μεγάλες αναράδες και τα μεγάλα αβγά βρέθηκαν στο δικό του καλάθι, ενώ όλα τα μικρά στο δικό του φίλου του, που έγινε έξαλλος διαπιστώνοντάς το.

«Μα έβαλες ούλλα τα μιάλα μες το δικό σου καλάθι τζιαι ούλλα τα μιτσιά μες το δικό μου...» διαμαρτυρήθηκε. 
«Εσού ήνταν που έκαμες με τα τυρκά; Όπου το καλό καλλίτερο έπιασές το... Τωρά ήντα που  διαμαρτύρεσαι;»

Ο καυγάς φούντωσε για τα καλά και σε κάποια στιγμή ο ένας εκνευρίστηκε τόσο πολύ που δεν άντεξε και κλώτσησε με δύναμη το καλάθι του φίλου του.  Αντέδρασε κι ο άλλος με τον ίδιο τρόπο, με αποτέλεσμα όλα τα αβγά και τα τυριά να βρεθούν μέσα στο ποτάμι. Όσα με τόσο κόπο και τόση προσπάθεια είχαν μαζέψει χάθηκαν σε μια μόνο στιγμή. Έμειναν τότε και οι δυο να κοιτάνε το νερό που έπαιρνε μαζί του αβγά, τυριά και αναράδες. Σαν πέρασαν μερικά λεπτά αλληλοκοιτάχτηκαν και μετά ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Έστω και αργά είχαν καταλάβει το λάθος τους!  

 
     
     

©   Antigoni  Christodoulides  ¤  Αντιγόνη  Χριστοδουλίδου   -  All rights reserved