Κυπριακές παροιμίες
Αντιγόνης Χριστοδουλίδου
Οι παροιμίες είναι λακωνικά και ευκολονόητα αποφθέγματα που
χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή για να
εκφράσουν μια γνώμη, να μας δώσουν μια συμβουλή ή να μας
πουν μιαν αλήθεια. Είναι να θαυμάζει κανείς την ευστροφία
και την παρατηρητικότητα αυτών που τις έφτιαξαν. Κύριο
χαρακτηριστικό των παροιμιών είναι ο ειρωνικός και
ευτράπελος τρόπος με τον οποίο καυτηριάζουν μιαν κατάσταση.
Κανείς δεν γνωρίζει από πού έχουν τις ρίζες τους τα
πνευματικά αυτά δημιουργήματα. Ακόμη και οι πρωτόγονοι
άνθρωποι είχαν τις παροιμίες τους. Μέσα από τις παροιμίες
αντλούμε πολύτιμα διδάγματα που είναι χρήσιμα για τη ζωή
μας. Οι Κεδαρίτες χρησιμοποιούσαν πολλές παροιμίες. Από τις
εκατοντάδες που υπάρχουν αναφέρομε μερικές:
Άλλα εν τ` αμμάδκια του λαού τζ` άλλα του κουκουφκιάου, τζι`
άλλα του αλουπού που κάμνει πάου, πάου.
Άλλα λοαρκάζει ο κάμηλος τζι` άλλα ο καμηλάρης.
Αν δεν φατσίσεις την πρόκα πας την κκελέ, εν κάθεται.
Αν δεν είσιε πελλούς οι νούσιμοι εν εζιούσαν.
Αν δεν εμοιάζαμε εν εσυμπεθερεύκαμεν.
Ανάγιος τον κολιό να βκάλει τ` αμμάδκια σου.
Αντάν ψωρκάσει ο γείτος σου τζι` εσού βοτάνι γύρευκε.
Αν ήταν η αζούλα πούζα ήταν να πουζιάσει ούλος ο κόσμος.
Αντί να τρίζει η άμαξα τρίζει ο αμαξηλάτης.
Αγκονίστει η λόττα τα γουρούνια, εν χορταίνει με τα σκατά.
Αγκονίστει η Μαριού μιλλόπιταν τζιαι εν να το πει ούλλου του
κόσμου.
Άλετρον ξυσμένον σπαθίν ακονισμένον.
Ανύπαντρος προξενητής για `λλόου του γυρεύκει.
Αθκιασερός παπάς θάβκει τζιαι τους ζωντανούς.
Απ` αντραπεί τζι` αγκαστρωθεί κακόν αγκάστρι έσχιει.
‘Άλλον μας εδείξαν τζι` άλλον μας εμπείξαν.
Άλλοι ετρώαν ώσπου εθέλαν τζι` άλλοι ώσου είσχιεν.
Αλλού τον τρώει τζι` αλλού κνίθεται.
Άμμα λαδκιάσεις τον τροχό το κάρρο θα τζυλήσει.
Αν ποτίσεις τζιαι κοπρίσεις σίουρα εν να γιωρκήσεις.
Ανάθεμαν τον που γρωστεί τζιαι που `σχει να πλερώσει.
Απ` αγκάθιν βκαίνει ρόδον τζι` από ρόδον αγκάθιν.
Από τον σιανό ποταμό να φοάσαι.
Από `σχιει πούζα τζιαι παιδίν στον γάμο τι γυρεύκει;
Από `σχιει κόρην όμορφη του Μάρτη εν την δείχνει.
Από `ν είεν βουνά τζιαι κάστρη είεν τον τρούλλο του φούρνου
τζι` εποθαυμάστει.
Από `σχιει γείτον έσχιει οσιόν τζι` από `σχιει οσιόν
τζοιμάται.
Από `σχιει μούγια μουγιάζεται.
Από `ν αντρέπεται ο κόσμος εν δικός του.
Από `ν μπορεί να δέρνει τον γάρο δέρνει το σάμα.
Από `ν ακούει του γονιού παρά γωνιάς τζιοιμάται.
Από `ν ακούει τσιατίζει τα.
Από `σχιει ευτζή που τον γονιό γεννούν τζι οι πετεινοί του.
Απού λυπάται του κάττου το λαρτί τρων οι ποντιτζιοί τα ρούχα
του.
Απού πεινά τζιαι εν τρώει θαρκέται εν να πλουτίσει, αμμά `να
πεθάνει άξιππα τζι η πείνα εν να του μείνει.
Απού πειράζει γάδαρον τις πορκιές του πίνει.
Απού πονεί πάει στον γιατρό τζι` απού διψά στη βρύση.
Άσχημο μωρό στην κούνια όμορφο στη γειτονιά.
Άρκον πρωί καλή μέρα (λέγεται για τον καιρό)
Απού μιτσίν τζι` απού πελλόν μαθαίνεις την αλήθκεια.
Ασχημοφόρε τζιαι μεν ρυάς.
Βκάλε παλλούραν να φας κουλούραν.
Γελάς της γης κρυφά, γελά σου φανερά.
Γελά καλλίτερα όποιος γελά τελευταίος.
Γυρεύκει ψύλλους μες` τ` άσιερα.
Δάσκαλος που δίδασκε τζιαι νόμο δεν ετήραν.
Δείξε μου τον φίλο σου να σου πω πκοιος είσαι.
Δεντρό που το περιγελάς στην πόρτα σου φυτρώνει.
Δυο γάιδαροι μαλώναμε σε ξένο περιβόλι.
Δώς` του το ψουμί σου να σου διά κορτίν, κορτίν.
Δώς` του πελλού αγγούρι να σου πει εν ζαβό.
Δώς` του χωρκάτη σχοινί να μπει με τις ποΐνες μες` το
κρεβάτι.
Έβκαλεν η γλώσσα μου μαλλιά.
Έβκαλεν τζιαι το σχοινίν τζιαι το παλλούτζιν.
Εβκαίειν κούππα άπαννη.
Εγιώ στραώνω τζιαι πουλώ τζι` εσού άμπλεπε τζιαι γόραζε.
Εγιώ σ` έκτισα φούρνε μου, εγιώ θα σε χαλάσω.
Εδόκαν μας αβκόν τζιαι θέλουν όρνιθα.
Εκατέβη η ορκή του Θεού που τα τζιεραμίδκια.
Εκουτσούβλησε ο γάδαρος δώστου την που πάνω.
Έλα πάππο μου να σου δείξω τ` αμπέλια σου.
Ελίμπισεν η ρκα στα σύκα, εν άφηκε με συκόφυλλα.
Είπεν ο γάδαρος του πετεινού τζιεφάλαν.
Εν δανικά τα πίσκαλα στον γάμο.
Εν της παπαδκιάς τα ξύλα.
Εν το `ρπιζε η ρκα ν` αρμαστεί, έθελεν τζιαι
πουπανοπροίτζκιν.
Είπαν του πελλόν τζι` επέλλανεν.
Έκαψε την καλύφη του να μεν τον τρων οι ψύλλοι.
Επήεν για μαλλί τζιαι ήρτεν κουρεμένος.
Επήεν ο φτωχός να παντρευτεί τζι` εμίτζιανε η νύχτα.
Επήες έναν τόπο που εν ούλλοι στραβοί, δήσε τζι` εσού τ`
αμμάδκια σου.
Επολοήθηκεν τζιαι ο γάδαρος που την αππέσσω πάγνην.
Εσυνάφερες τον ξένο φέρ` τζιαι την τσαέρα του.
Εφτώσχινεν ο βασιλιάς μετροφυλλά τα δευτέρκα του.
Εψώφησεν ο γάρος η φουμουσιαρκά ετέλειωσε.
Η
νύφη αντά να γεννηθεί της πεθεράς ημοιάζει.
Ήβρες φαΐ φάε, ήβρες ξύλο φύε.
Ήβρες το σύκο σήκου το πριν το σηκώσουν άλλοι.
Η
απάντηση του πελλού εν η σιωπή.
Η
αντροπή εν πουκάτω που το πάπλωμα.
Η
πίττα τζι` η ζιβάνα, μας αφήκαν δίχως βράκα.
Η
ρκα το μεσοσχιείμωνο ξυλάγγουρα εζήταν.
Η
ταπατζιά μου να μεν αγκριστεί.
Η
ψατζιή εν πικρή για την γλώσσα τζιαι η αλήθκεια για τ`
αφκιά.
Θέλει τζεσσούρη ποντικό να πει του κάττου ππίσσι.
Θέλει τον σιύλλο χορτάτον τζιαι την καυκαλιά σωστή.
Θώρε την κρυάδα τζιαι μοίραζε το πάπλωμα.
Θωρεί την κολοσυρμαδκιά τζιαι γυρεύκει την κουφή.
Κάλεσ` τον πελλό στον γάμο σου να σου πει τζιαι του χρόνου.
Κάλιον πέντε τζιαι στο σχέρι παρά δέκα τζιαι καρτέρι.
Κάλιον αργά παρά ποτέ.
Καλός, καλός ο σχοίρος μας τζι` εβκέειν χαλαζιάρης.
Καλώς τον κανισιάρη κατά που `φερε να πάρει.
Κάμνει τον ψύλλον κάμηλο.
Κάτσε γάρε ψόφα ώσπου να βκει το τριφύλλι.
Κατά μάναν κατά τζύρην κατά θκειόν καραβοτζύρην.
Κατά που σου κάμνουν κάμνε τζιαι κατζίαν μεν κρατείς.
Κράτα με να σε κρατώ ν` ανεβούμε το βουνό.
Κρατεί τζιαι το κρέας τζιαι το μασχαίρι.
Κοντός ψαλμός αλληλούια.
Λείψε που το ψυσχικό να μεν σ` έβρει το κρίμα.
Μάντης ρήγας τζι` αν γενεί, πάλαι μαντιές μυρίζει.
Με τα λόγια κτίζω ανώγεια τζιαι κατώγεια.
Με τον δικό σου φάε πιε τζι` αλισβερίσχι μεν κάμεις.
Μιάλον βούκκον βάλε τζιαι μιάλον λόον μεν πεις.
Μιτσίν γαούρι, πάντα πουλάριν.
Μόνο το παπούτσι ξέρει αν εν` τρυπημένη η κλάτσα.
Να μεν σούζεις τα πόδκια σου πρωτού καβαλλιτζιέψεις.
Να ποταβρίζεσαι ώσπου φτάνει το σχιέρι σου.
Ξέρει τζι` η μάνα μου να κάμνει πίττες αμμά εν έσχιει
μίλλαν.
Ξυπετσισμένος κουρκουτάς τον άλλον κατατρέσχιει.
Ο
αλουπός εχώνετουν τζι` ο νούρος του εφαίνετουν.
Ο
αλουπός στον ύπνο του θωρεί πετειναρούδκια.
Ο
καθένας που το δώμα του όπως θέλει κατεβαίνει.
Ο
καθένας τα κάρβουνα κοντά του τα τραβά.
Ο
κάττος τζι` αν εγέρασε τα νύσια που είσιεν έσιει τα.
Ο
κλέφτης τζιαι ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο σχιαίρουνται.
Ο
κόσμος έκρουσε τζιαι η αλεπού έσχιει γάμο.
Όπου έσχιει πολλούς πετεινούς αρκεί να ξημερώσει.
Όσα ξέρει ο νοικοτζύρης εν τα ξέρει ούλλος ο κόσμος.
Ούλλοι λέσιν τζιαι πολέσιν τζι` ο στραβός τζιει που πονεί.
Ο
πελλός θέλει τον αντίπελλό του.
Ο
πελλός να γνωριστεί εν τζιαι χρειάζεται κουδούνι.
Όπκοιος έν έσιει νουν έσιει πόδκια.
Όπκοιος βιάζεται σκοντάφτει.
Όπκοιος εν ακούει καλά ταιρκάζει τα.
Όπκοιος εν ακούει του γονιού παρά γωνιάς τζοιμάται.
Όπκοιος ανακατώνει τα χώματα μπαίνουν μες` τ` αμμάδκια του.
Όπκοιος ανακατώνει τα πίτερα τρών` τον οι όρνιθες.
Ο
πελλός τζιαι τ` άσπρο άλουο από μακρά χωρίζουν.
Όπου φτωχός τζι` η μοίρα του.
Όπου έσιει πολλούς πετεινούς αρκεί να ξημερώσει.
Ο
οκνιάρης εν βαρυγομαρκάρης.
Ο
οχτρός του οχτρού μου, φίλος μου.
Ό,τι κάμνεις βρίσκεις.
Όσα φέρνει η ώρα εν τα φέρνει ούλλος ο χρόνος.
Όσον μισώ τα κάρταμα στα γένια μου βλαστούσιν.
Ο
φόος φέρνει κόλαση.
Παπούτσι που τον τόπο σου τζι` ας εν τζιαι τρυπημένο.
Παρά παπάς σκοτωμένος καλλίτερα παπάς φονιάς.
Παρά να βκει το νάμιν σου καλλίτερα τ` αμμάτιν σου.
Παρηορκά στον άρρωστο ώσπου να βκει η ψυσχιή του.
Πάνω στην κόντραν εβλάστησε μιμήτιν.
Πέφτουν τα ποξεμάδκια τζιαμαί που εν έχουν δόντια.
Πέψε πελλόν τζιαι λάμνε τα πισόν του.
Πέρα βρέσχει στην Καραμανιά σχιονίζει.
Ποτζεί κρεμμός, ποδά λάκος
Που τζιαμέ που απήησεν η αίγια εν ν` απηήσει τζιαι το ρίφι.
Πού σου νεύκω πού πάεις.
Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν ο κκέλης.
Πο` `σσω σου γυρεύτου τζιαι π` όξω σου παντρεύτου.
Που τον σιανό ποταμό να φοάσαι.
Σιύλλον λούσεις σιύλλον πλύνεις πάλε σιυλιές μυρίζει.
Σιύλλον που λάσσει μεν τον φοάσαι.
Στερνή μου γνώση να σ` είχα πρώτα.
Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Τ` αμμάτιν πύρκον καταλύει τζ` ανώγεια ρίβκει κάτω.
Τα μακρά κοντά εγίναν.
Τάσσω το μάλιν μου ν` αρμάσω το παιίν μου.
Τα λλία λόγια ζάχαρη τζιαι τα καθόλου μέλι.
Τζιαμαί που βρέσχιει φαίνεται τζιαι τζιαμαί που σχιονίζει
ασπρίζει.
Τζιαμαί που είσαι ήμουν, δαμαί που είμαι εν να `ρτεις.
Τζυνούρκον είσαι κόσχηνο τζιαι πού να σε κρεμμάσω.
Τζυλά τ` αβκό με τη μαναβέλλα.
Το καλομάλαον αρνί φαίνεται που τη μάντρα.
Το γέλιο της Παρασκευής εν κλάμα του Σαββάτου.
Το γινάτι βκάλλει αμμάτι.
Το λαμπρό τζαμαί που πέφτει κρούζει.
Τον άρκοντα τζιαι τ` όξινο ώσπου τους σφίγγεις βκάλλουν.
Τον αλουπόν η τρύπα του εν τον εχώρε τζι` έσυρνε τζιαι
τριζοκολόκα.
Τον Αράπη τζι` αν τον πλύνεις το σαπούνι σου χαλάς.
Τον τζαιρό που έθελα εν είχα, τωρά που έχω έν θέλω.
Τράβα με τζι` ας κλαίω.
Το σημερινό αβκό αξίζει την αυριανή όρνιθα.
Το σχοινί του χωρκάτη μονόν εν ηφτάνει, διπλό φτάνει τζι`
αρτηρά.
Του κόσμου τ` αναγέλαστρο ούλλους αναγελά τους.
Του φρενίμου το παιδίν πριν πεινάσει μαειρεύκει.
Ύστερα φέρνει ο φούρνος την πυρά.
Φασούλι, φασούλι γεμώνει το σακκούλι.
Φτύνω πάνω, φτύνω τα μούτρα μου. Φτύνω κάτω φτύνω τα γένια
μου.
Φαΐ εν είχαμε ρεπανάκια για όρεξη γυρεύκαμε.
Ψεματινόν λακκιρτίν εν ιβκαίνει στο μεϊτάνιν.
Ώσπου να γενεί το κέφι του αρκόντου του φτωχού εβκαίειν
η ψυσχιή του. |