ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ            Αρχική Σελίδα   |   Βιογραφικό   |   Βιβλία   |   Λαογραφία   |   Νέα   |   Σύνδεσμοι   |   Επικοινωνία

     
     
 

Μιά νοερή περιδιάβαση στις Κέδαρες του χθές

Αντιγόνης Χριστοδουλίδου

Ας αφήσομε το μυαλό μας να κάνει μια νοερή περιδιάβαση στις Κέδαρες του χθες, επαναφέροντας στην μνήμη μας εικόνες, μορφές και σκηνές μιας άλλης εποχής. Θα  διαπιστώσομε αμέσως ότι οι αλλαγές είναι πολλές και διάφορες. Από τη μια ο αδυσώπητος χρόνος κι από την άλλη η εξέλιξη κι ο μοντερνισμός του ανθρώπου άλλαξαν τα πάντα. ’λλα προς το καλύτερο κι άλλα προς το χειρότερο. Μπαίνοντας στο χωριό, από τη βόρια μεριά,  το πρώτο πράγμα που συναντούσες ήταν η μια τάξη του Δημοτικού σχολείου και η κάτω κατοικία του δασκάλου.  Η δεύτερη αίθουσα του Δημοτικού, αυτή που λειτουργεί ως Ε.Κ.Ε. καθώς και το κτίριο που σήμερα είναι καφεστιατόριο, κτίστηκαν αρκετά χρόνια αργότερα. Λίγο πιο κάτω από το σχολείο υπήρχε ένα γεφύρι. Ένα στενό αλλά πανέμορφο, λιθόκτιστο γεφύρι με δύο καμάρες, παρόμοιο με το γεφύρι του Τσιελεφού. Το πιο σίγουρο είναι ότι κτίστηκε επί Ενετοκρατίας. Με τη διαπλάτυνση όμως του δρόμου κατεδαφίστηκε και ξανακτίστηκε με άμμο και τσιμέντο. Από το γεφύρι μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, ο δρόμος ήταν καλυμμένος με τσακίλια του ποταμού. Το ίδιο και τα υπόλοιπα δρομάκια του χωριού. Οι δε δρόμοι προς τη Λεμεσό και την Πάφο δεν είχαν ακόμη γίνει άσφαλτος.

Κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του χωριού ήταν η απλότητα. Τα περισσότερα σπίτια ήταν παραδοσιακά μακρινάρια με αυλή περιτοιχισμένη μέχρι πάνω ψηλά. Τους έλειπαν τα περιττά στολίδια και οι διακοσμήσεις. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για το κτίσιμο ήταν πέτρα και χώμα, ενώ για την οροφή χρησιμοποιούσαν καλάμια, γολίτζια (δοκούς), μαζιά και άργιλο. Πολύ συχνά όμως χρησιμοποιούσαν και κεραμίδια. Τα σπίτια κτίζονταν από χωριανούς τεχνίτες και ήταν γερά και στερεά για ν` αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου.

Οι κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων του χωριού περιορίζονταν σε φιλικές και συγγενικές συναντήσεις. Στην περίπτωση όμως των ανδρών υπήρχαν τα παραδοσιακά καφενεία όπου περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους. Εκεί κουβέντιαζαν, αντάλλαζαν γνώσεις κι εμπειρίες, διάβαζαν την εφημερίδα τους κι ακολούθως το έριχναν στο τάβλι και το χαρτοπαίγνιο.

’ξιες θαυμασμού ήταν οι γυναίκες των προηγούμενων γενιών. Εργατικές, ακούραστες κι αλύγιστες στέκανε πάντα δίπλα στον άντρα τους. Μαζί του στο θέρος, στο αλώνισμα, στο σκάλισμα, το πότισμα, το κλάδεμα, τον τρύγο, ανάλογα πάντα με την εποχή. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Γυρνώντας στο σπίτι έπρεπε ν` ασχοληθούν με τα παιδιά, να φροντίσουν τα ζώα , τα πουλερικά και μετά να καταπιαστούν με τις δουλειές του σπιτιού. Είχαν να πλύνουν, να μπαλώσουν, να καθαρίσουν, να μαγειρέψουν. Κάθε δεκαπέντε μέρες έπρεπε επίσης να ζυμώσουν. Η μόνη τους ευχαρίστηση κι αναψυχή ήταν να βρεθούν για λίγο με τις φίλες ή τις γειτόνισσές τους. Εκεί στη βρύση που πήγαιναν για νερό έβρισκαν την ευκαιρία να συναντηθούν η μια με την άλλη. Περιμένοντας τη σειρά τους να γεμίσουν, αντάλλαζαν λίγες κουβέντες. Όσες είχαν συγγενείς στο εξωτερικό ή σε άλλα μέρη της Κύπρου, κάθονταν για λίγο έξω από το μπακάλικο του Γιάννη Παχούμιου, που βρισκότανε απέναντι από τη βρύση και περίμεναν να φτάσει το αυτοκίνητο που έφερνε τον ταχυδρομικό σάκο από την Πάφο. Ο Παχούμιος άνοιγε αμέσως τον σάκο και διάβαζε δυνατά τα ονόματα των παραληπτών, που δεν έβλεπαν την ώρα να τα πάρουν στα χέρια τους και να ενημερωθούν για τα όσα τους έγραφαν.

Οι μεγαλύτερες γυναίκες κάθονταν παρέες- παρέες έξω από τα σπίτια τους και τα λέγανε. Οι νεώτερες όμως έκαναν τον περίπατό τους μέχρι το Κάτω χωρκό. Πρώτη και   καλύτερη η κυρία Χαριθέα, μια γυναίκα από τη Λεμεσό που παντρεύτηκε στο χωριό μας με τον Ευστάθιο Σάββα Μακούλη, έναν από τους πιο πλούσιους Κεδαρίτες. Περιποιημένη, καλοκτενισμένη και άψογα μακιγιαρισμένη, κάτι πρωτόγνωρο κι ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη,  φορώντας κι ένα καπέλο στο κεφάλι της, ξεκινούσε με όλες τις άλλες για τον συνηθισμένο τους περίπατο. Φτάνοντας στο Κάτω χωρκό κάθονταν για λίγο στο περβάζι των δεξαμενών να ξεκουραστούν. Απολάμβαναν τη δροσιά και κουβέντιαζαν για διάφορα θέματα μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος. Επέστρεφαν τότε στα σπίτια τους με την υπόσχεση να το επαναλάβουν την επόμενη μέρα. 

Σε σημαντικές εκδηλώσεις όπως ήταν οι γάμοι, οι αρραβώνες, τα βαφτίσια και τα πανηγύρια, όλοι οι κάτοικοι του χωριού διασκέδαζαν με την ψυχή τους. ’φηναν κατά μέρος τις οποιεσδήποτε δουλειές είχαν, έβαζαν τα γιορτινά τους ρούχα και συμμετείχαν στη διασκέδαση. 

Χαρά θεού ήταν τα καλοκαιρινά απογεύματα στις Κέδαρες πριν από κάποιες δεκαετίες. Το χωριό έσφυζε από ζωή. Όπου έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες ανθρώπους απλοϊκούς, ήρεμους κι ευγενικούς. Γαλήνιους και φιλόξενους,  ολιγαρκείς και ξέγνοιαστους με αγνές και ανόθευτες καρδιές.

Κάθε απόγευμα, ο «νεροφόρος» που για πολλά χρόνια ήταν ο Θρασύβουλος, γνωστός σε όλους ως Βρασής,  έπρεπε ν` ανοίξει τις δεξαμενές και να δώσει νερό σε όσους είχαν σειρά να ποτίσουν τα μποστάνια τους. Υπήρχαν τσιμεντένια αυλάκια στη μια μεριά του κάθε δρόμου απ` όπου έφευγε το νερό και κατέληγε στα περιβόλια. Από τη δεξαμενή που υπήρχε στην περιοχή «Λιμνάρι» ποτιζόταν η βορειοανατολική πλευρά του χωριού καθώς και μέρος της νότιας, μέχρι την περιοχή πιο κάτω από την εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Από την κεντρική δεξαμενή και την «Βρυσούαν» ποτίζονταν τα περιβόλια που βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού αλλά και προς το νότο, ενώ από τις δύο δεξαμενές που υπήρχαν στο «Κάτω χωρκό» ποτιζόταν η νότια πλευρά μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου. Το Κάτω χωρκό ήταν βυθισμένο στο πράσινο.  Το εύφορο έδαφος και τ` άφθονα νερά είχαν μετατρέψει την περιοχή σε αληθινό παράδεισο. Παντού περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και μποστάνια με κάθε λογής λαχανικά.

Νωρίς το απόγευμα επέστρεφαν και οι βοσκοί με τα κοπάδια τους ξεκουφαίνοντας τον κόσμο με τα κουδουνίσματα και τα βελάσματα των ζώων. Σταματούσαν στη βρύση να ξεδιψάσουν και μετά τραβούσαν για τις μάντρες τους.

Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολυμελείς. Τα παιδιά έμπαιναν από νωρίς στη βιοπάλη. Βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές  χωρίς παράπονα, χωρίς διαμαρτυρίες. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ξαλαφρώσουν τους γονείς τους. ’λλοτε έβγαζαν τα ζώα στη βοσκή και άλλοτε κουβαλούσαν νερό από τη βρύση για τις ανάγκες του σπιτιού. Βοηθούσαν στον τρύγο, στο μάζεμα της σταφίδας και των αμυγδάλων. Στο μάζεμα των ελιών, στο αλώνισμα, στο πότισμα του περιβολιού. Αυτό όμως καθόλου δεν τα εμπόδιζε από το ν`  απολαμβάνουν τις διακοπές του καλοκαιριού. Κάθε απόγευμα έτρεχαν ξένοιαστα και χαρούμενα μέσα στα δρομάκια του χωριού, κυνηγώντας το ένα το άλλο για να καταλήξουν λίγο αργότερα σ` ένα μεγάλο χωράφι ή μια τεράστια αυλή όπου άρχιζαν το παιχνίδι. Αγαπημένα παιχνίδια, για τα μεν αγόρια ήταν το «Λιγκρίν», ο «ζίζυρος», τα «τριάππηδκια» και τα «σκατούλικα», ενώ για τα κορίτσια οι «πέντε πέτρες», η «σκάλα», το «κουτσαντήρι», ο «κρυφτός» και οι «κουμέρες». Σπάνιες οι φορές που έπιαναν στα χέρια τους ένα πραγματικό παιχνίδι. Μια μικρή κούκλα ή ένα αυτοκινητάκι. Αυτό όμως καθόλου δεν τα ενοχλούσε. Προτιμούσαν τα παιχνίδια που διέθεταν τρέξιμο.

Υπήρχαν αρκετές ευκατάστατες οικογένειες στο χωριό. Οι περισσότεροι όμως έπρεπε να μοχθήσουν αν ήθελαν να μην στερηθούν το φαγητό τους. Έπρεπε να ποτίσουν τη γη με ιδρώτα για να τους ανταμείψει με κάθε λογής προϊόντα ή ακόμη και να ξενοδουλέψουν.  Κανείς δεν είχε μισθό για ν` αγοράζει ό,τι χρειαζότανε. Μα ούτε και συντάξεις υπήρχαν. Έπρεπε μόνοι τους να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα προς το ζην. Η κάθε οικογένεια έτρεφε στην αυλή της μερικές γίδες και πουλερικά. Ένα-δυο  χοίρους και λίγα κουνέλια. Στα δε μποστάνια τους φύτευαν απ` όλα τα είδη. Από φασολάκια και μελιτζάνες μέχρι ντομάτες και κολοκύθια.  Από λουβιά και φασόλια μέχρι λουβάνα, μπάμιες και κουκιά. Κανείς δεν έκανε σπατάλες, μα ούτε και πετούσαν τίποτα. Το φαγητό της προηγούμενης μέρας το έβραζαν και το έτρωγαν την επομένη για πρόγευμα. Από τη φωτιά που υπήρχε στην τσιμινιά άναβαν το κερί τους και μετά την λάμπα. Πριν πάνε για ύπνο σκέπαζαν με στάχτη τα κάρβουνα  και το πρωί τα ξεσκέπαζαν, τα φυσούσαν κι άναβαν ξανά τη φωτιά, αποφεύγοντας έτσι να χρησιμοποιήσουν άλλο σπίρτο. Ένα σπίρτο ήταν πολύ σημαντικό για όσους δεν το είχαν.

Αρκετοί ήταν οι τεχνίτες της εποχή εκείνη. Λίγοι όμως ήταν οι κάτοικοι του χωριού  που μπορούσαν να πληρώνουν με χρήματα. Οι περισσότεροι εφάρμοζαν το «ανταλλαγή προϊόντων ή ανταλλαγή υπηρεσιών».  Ένας τσαγκάρης π. χ. που έφτιαχνε ποδίνες σ` ένα βοσκό πληρωνόταν με μια-δυο οκάδες χαλλούμια ή δυο-τρεις αναράδες, αντί χρήματα. Μια ράφτρα που έραβε ένα φόρεμα ή οτιδήποτε άλλο  σε μιαν οικογένεια πληρωνότανε με μερικά αβγά ή με λίγα όσπρια, ενώ η μαμή που ξεγεννούσε μια γυναίκα είχε για πληρωμή  κουκιά, λουβιά, κρεμμύδια ή οτιδήποτε άλλο διέθετε το κελάρι. Κανείς δεν παραπονιότανε για τη συνήθεια αυτή. Αντίθετα ήταν όλοι αγαπημένοι μεταξύ τους. Εκτιμούσαν και βοηθούσαν ο ένας τον άλλο.

Η ζωή του χωριού ήταν για όλους δύσκολη και κουραστική ήταν όμως απίστευτα γλυκιά. Ο κόσμος ζούσε με τα λίγα και δεν είχε απαιτήσεις. Έτρωγε ένα πιάτο φαγητό και δόξαζε τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς του. Στις δεκαετίες του `40 και `50 οι κάτοικοι του χωριού ήταν γύρω στους τετρακόσιους. Όταν όμως έφτανε η εποχή του οργώματος των αμπελιών, (του διολίσματος) όπως έλεγαν οι Κεδαρίτες, μια δουλειά που γινότανε από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος Απριλίου, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, κατέφθαναν στο χωριό πολλοί «ζεβκαλάτες» με τα βόδια τους. Αυτοί ήταν άνθρωποι που έρχονταν από διάφορα χωριά της Πάφου για να εργαστούν κοντά στους χωριανούς μας που είχαν μεγάλη περιουσία. Όργωναν τ` αμπέλια με το παραδοσιακό αλέτρι που το τραβούσαν δύο βόδια.

Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και την εποχή του τρύγου. Το χωριό κατακλυζόταν από ανθρώπους που ήθελαν να δουλέψουν ως «κκιρατζίδες». Δηλαδή να μεταφέρουν με τα γαϊδούρια τους τα σταφύλια από το αμπέλι στην απλώστρα. Συνήθως έφερναν και τις γυναίκες τους για να βοηθάνε στον τρύγο.  Έμεναν στα σπίτια που εργάζονταν ένα με ενάμιση μήνα περίπου, μέχρι να τελειώσει η δουλειά. Οι δε εργοδότες τους εκτός από στέγη τούς πρόσφεραν και δωρεάν φαγητό. Υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ εργοδοτών και υπαλλήλων. Δένονταν μεταξύ τους κι όταν έφτανε η στιγμή ν` αποχωριστούν  ένιωθαν πολύ άσχημα.

Το αντίθετο γινότανε στις αρχές του καλοκαιριού, που ήταν η εποχή των ισχνών αγελάδων για τους Κεδαρίτες.  Αρκετοί χωριανοί μας πήγαιναν σε χωριά της Πάφου να δουλέψουν στις καλλιέργειες κρεμμυδιών. Το δε μεροκάματο ήταν έξι σελίνια τη μέρα από τα οποία έδιναν τα τρία στο λεωφορείο που τους μετέφερε.

Σήμερα είναι όλα τόσο διαφορετικά, τόσο αλλιώτικα. Η συνεχιζόμενη αστικοποίηση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αφάνεια και ερήμωση της υπαίθρου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το δικό μας χωριό. Τα πολλά και καταπράσινα αμπέλια που υπήρχαν άλλοτε, και ήταν η ζήση του κόσμου,  έχουν ήδη εκριζωθεί και στον τόπο τους φύτρωσαν θάμνοι και πουρνάρια. Σ` αυτό εδώ το χωριό αντικρίσαμε για πρώτη φορά το φως του ήλιου και σ` αυτό ερχόμαστε κάθε φορά που χρειαζόμαστε λίγη  ξεκούραση και λίγη ηρεμία. Ας φροντίσομε λοιπόν να το κρατήσομε στη ζωή. Τουλάχιστο τις διακοπές μας και κάποια Σαββατοκύριακα ας φροντίσομε να τα περνάμε εδώ, στο χωριό των προγόνων μας, στις ρίζες μας. Εδώ στις  Κέδαρες που είναι τόσο όμορφες και τόσο ξεχωριστές!

 
     
     

©   Antigoni  Christodoulides  €  Αντιγόνη  Χριστοδουλίδου   -  All rights reserved