Κυνήγι στις Κέδαρες
Αντιγόνης Χριστοδουλίδου
Το κυνήγι είναι μια από τις αρχαιότερες δραστηριότητες του
ανθρώπου. Ήταν ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος
για να εξασφαλίζει ο πρωτόγονος άνθρωπος την τροφή του. Ως
όπλα χρησιμοποιούσαν πέτρες, ξύλα και δίχτυα. Αργότερα
ανακάλυψαν τη σφενδόνη και το τόξο που για μεγάλο χρονικό
διάστημα ήταν τα πιο τέλεια όπλα. Το κυνήγι είναι στενά
συνδεδεμένο με την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου μας.
Τρανή απόδειξη τα αρχαία ψηφιδωτά που έχουν κατά καιρούς
εντοπιστεί σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους και
παριστάνουν στιγμιότυπα κυνηγιού.
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες το θήραμα αφθονούσε στις
Κέδαρες. Η πλούσια βλάστηση, η μορφολογία του εδάφους αλλά
προ πάντων ο ποταμός Διαρίζος που έρεε ασταμάτητα χειμώνα
καλοκαίρι, πρόσφεραν τις απαραίτητες προδιαγραφές για μια
πλούσια πανίδα. Λέγεται ότι οι Κέδαρες ήταν το αγαπημένο
μέρος όπου κυνηγούσε ο βασιλιάς της Πάφου Κινύρας. Το αγρινό
ήταν το πιο εκλεκτό θηρεύσιμο είδος κατά την εποχή εκείνη.
Σήμερα είναι τα περδίκια και οι λαγοί.
Στα τέλη του 1953 μια ομάδα επώνυμων ανδρών από τη Λευκωσία
συνήθιζαν να έρχονται στις Κέδαρες για κυνήγι. Ένας από
αυτούς ήταν ο Αντρέας Μικελίδης που υπηρέτησε ως λοχαγός του
Ελληνικού Στρατού κατά την περίοδο του Β` Παγκοσμίου
πολέμου. Εισβάλλοντας η Γερμανία στην Ελλάδα ο Μικελίδης
συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε σε Στρατόπεδο
συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Με τη λήξη του πολέμου επέστρεψε
στην Κύπρο και διορίστηκε Διευθυντής του Ψυχιατρείου στη
Λευκωσία. Εκεί λοιπόν στο ψυχιατρείο γνώρισε μια μέρα έναν
ασθενή που ονομαζόταν Χριστόδουλος, όλοι όμως τον
αποκαλούσαν Ττοούλα. Ο ασθενής αυτός καταγόταν από το
γειτονικό χωριό Φιλούσα. Τον συμπάθησε ο Μικελλίδης και κάθε
τόσο του αφιέρωνε λίγη ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του. Άλλες
πάλιν φορές του ανέθετε διάφορες μικροδουλειές κι αυτό
ικανοποιούσε πολύ τον Χριστόδουλο. Τον έκανε να αισθάνεται
χρήσιμος και παραγωγικός.
Εκεί που τα λέγανε μια μέρα, ο Μικελλίδης του εκμυστηρεύτηκε
την ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε για το κυνήγι. «Αν θέλεις
να τζυνηήσεις και να το ευκαριστηθεί η ψυσχιή σου να πάεις
στις Κέδαρες. Κάτω στην ποταμοσιά εν να βρεις μπόλικο
θήραμα…» του είπε με πειθώ ο Χριστόδουλος.
«Μα δεν γνωρίζω την περιοχή…»
αποκρίθηκε ο Μικελλίδης.
«Τούτο ας το πάνω μου…»
τον καθησύχασε ο Χριστόδουλος.
«Όταν το αποφασίσεις θα έρτω τζι` εγιώ μαζί σου. Θα σου
γνωρίσω τον μουχτάρη του χωρκού, τον Κυριάκο, τζιαι τζείνος,
που εν` ένας που τους καλλίτερους τζυνηούς της Κύπρου, εν
να σε βοηθήσει όσο μπορεί…»
Έτσι κι έγινε, μια Κυριακή του Δεκεμβρίου το 1953, η ώρα
5.00 το πρωί, ο Χριστόδουλος κτυπούσε την πόρτα του
μουχτάρη Κυριάκου Ιωάννη Πατσαλίδη φωνάζοντας δυνατά:
« Κύριε μουχτάρη, κύριε μουχτάρη…»
Ανησύχησε ο μουχτάρης ακούγοντας να τον καλούν τόσο νωρίς.
Πετάχτηκε αμέσως πάνω, φόρεσε τα ρούχα του και βιάστηκε ν`
ανοίξει.
«Ο γιατρός Μικελλίδης τζιαι μερικοί φίλοι του θέλουν να
τζυνηήσουν στο χωρκό σας. Έσχιεις την καλοσύνη να τους
πάρεις μαζί σου;»
του είπε παρακλητικά.
«Τζιαι
πού βρίσκονται τωρά;» ρώτησε ο Κυριάκος.
«Μέσα στο αυτοκίνητο, έξω που το σπίτι σου…»
Ο
Κυριάκος δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα. Άνοιξε αμέσως το
καφενείο που διατηρούσε στο χωριό, και ήταν ακριβώς απέναντι
από το σπίτι του, και κάλεσε τους εκλεκτούς επισκέπτες του
να κατέβουν. Μαζί με τον Μικελλίδη ήταν ο Θεόδωρος Μίτλετον,
γαμπρός του Μικελλίδη και καθηγητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο
Λευκωσίας, ο Χριστάκης Οικονόμου, ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου,
και ο Λέλλος Τσεριώτου εισαγωγέας αυτοκινήτων. Τελειώνοντας
τον καφέ τους και το πλούσιο πρόγευμα, που φρόντισε κι
ετοίμασε στα γρήγορα η Γαλάτεια, η γυναίκα του μουχτάρη,
ξεκίνησαν όλοι μαζί για το αγαπημένο τους άθλημα.
Ενθουσιάστηκαν όλοι με το κυνήγι στις Κέδαρες. Πιο πολύ όμως
εντυπωσιάστηκαν με τη εγκαρδιότητα, τη φιλοξενία και τη
φροντίδα του Κυριάκου, που είχε κάνει τα πάντα για να τους
ευχαριστήσει. Πριν φύγουν από το σπίτι του θέλησαν να τον
πληρώσουν για όσα τους προσέφερε, πράγμα που εκείνος
απέρριψε αμέσως. «Αν όπως λέτε επεράσετε καλά τζιαι
θέλετε να ξανάρτετε, να πάτε στο καλό τζιαι να σας δούμε την
άλλη Κυριακή. Αν όμως λοαρκάζετε να μεν ξανάρτετε, τότε να
πλερώσετε...» τους είπε με σοβαρό ύφος αναγκάζοντάς
τους να υποχωρήσουν.
Από τη μέρα εκείνη έδιναν το παρόν τους κάθε Κυριακή. Πολλές
φορές μάλιστα πήγαιναν μαζί τους και οι γυναίκες τους. Αυτές
φυσικά έμεναν στο σπίτι με τη Γαλάτεια και την κόρη της τη
Ναυσικά. Έπιναν το καφεδάκι τους, ετοίμαζαν το φαγητό,
έκαναν μερικές βόλτες μέσα στο χωριό και περίμεναν να
επιστρέψουν οι κυνηγοί τους.
Ο κάθε κυνηγός είχε μαζί του και τον «Βουρκάρη» του.
Δηλαδή τον άνθρωπο που κουβαλούσε στους ώμους του τη βούρκα
με τα αναγκαία εφόδια. Οι χωριανοί μας που εκτελούσαν
καθήκοντα βουρκάρη ήταν οι ακόλουθοι: Αντώνης Κατσαντώνης,
Σάββας Φωτίου Στρατηγός, Ιωάννης Νικηφόρου και Νέαρχος
Φιλισιώτης. Μια μέρα ο Κατσαντώνης τους παραπονέθηκε ότι
είχε κι αυτός όπλο και του το έκλεψαν. Η αποκάλυψη αυτή
συγκίνησε πολύ τον Μικελλίδη, αλλά και την υπόλοιπη παρέα
του. Χωρίς να του αναφέρουν οτιδήποτε έβαλαν χρήματα, του
αγόρασαν ένα καινούργιο και την επόμενη φορά που πήγαν στο
χωριό του το έδωσαν. Εκείνος νόμισε πως του χάρισαν τον
κόσμο ολόκληρο, παίρνοντάς το στα χέρια του. Έτσι από τη
μέρα εκείνη πήγαινε μαζί τους ως κυνηγός και όχι βουρκάρης.
Συνήθως κυνηγούσαν κοντά στον ποταμό. Προχωρούσαν όλοι μαζί,
προς την ίδια κατεύθυνση έχοντας μιαν κανονική απόσταση
ανάμεσά τους. Μόνον ο Κυριάκος προπορευόταν λιγάκι κι όταν
έβλεπε να εμφανίζονται περδίκια φώναζε δυνατά: «Πάνω σου
Γιατρέ…» Ο Μικελλίδης γύριζε τότε το όπλο του και τα
έριχνε. Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές, μέχρι που σε κάποια
στιγμή ο γιατρός απόρησε. Γύρισε το κεφάλι του κι αφού
κοίταξε τον Κυριάκο στα μάτια τον ρώτησε:
«Καλά, γιατί δεν τα παίζεις εσύ και τ`
αφήνεις όλα σ` εμένα;»
«Εγώ είμαι πάντα δαμαί, γιατρέ μου, τζι` αν δεν παίξω σήμερα
που εν Κυριακή εν να παίξω την Τετάρτη. Εσύ όμως ήρτες που
μακρά τζι` εν άδικο να φύεις με σχιέρκα όφκαιρα…»
Τα λίγα αυτά λόγια ήταν αρκετά για να σχηματίσει ο
Μικελλίδης γνώμη για το ποιόν του ανθρώπου που είχε απέναντί
του. Τον εκτίμησε ακόμη περισσότερο.
Επιστρέφοντας στο χωριό ο μουχτάρης τους κρατούσε για
φαγητό. Γνώριζε εκ των προτέρων ότι η γυναίκα του θα είχε
κάνει τις ετοιμασίες της. Και ποτέ δεν έπεφτε έξω, γιατί η
Γαλάτεια έφτιαχνε ό, τι καλύτερο μπορούσε, αφήνοντας όλους
απόλυτα ικανοποιημένους. Αυτή η όμορφη και αγνή φιλία
συνεχίστηκε γι` αρκετά χρόνια. Πεθαίνοντας ο Κυριάκος (1962)
συνόδευαν τον Μικελλιδη και την παρέα του στο κυνήγι, οι
δύο του γιοι. Ο Αιμίλιος και ο Τεύκρος, που επίσης ήταν
άριστοι κυνηγοί. Μα κι ο νέος κοινοτάρχης του χωριού, ο κ.
Ευριπίδης Δημητρίου, τους κάλεσε μερικές φορές. Με την
πάροδο όμως του χρόνου σταμάτησαν και το κυνήγι και τις
επισκέψεις στις Κέδαρες.
Ένας άλλος εξίσου καλός κυνηγός ήταν ο Κυριάκος Ττόμης που
κι αυτός είχε επισκέπτες τα Σαββατοκύριακα. Την εποχή που ο
γιος του Γιάγκος φοιτούσε στη Σχολή Μιτσή Λεμύθου, κάθε
Σάββατο απόγευμα προσκαλούσε στο χωριό ένα καθηγητή του, τον
κύριο Αντωνίου, που καμιά φορά έπαιρνε και τη σύζυγό του
μαζί του. Η Παναγιώτα, η γυναίκα του Ττόμη αλλά και οι
κόρες του, τούς υποδέχονταν με χαρά. Τους πρόσφεραν φαγητό
και το βράδυ κοιμόντουσαν στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα
νωρίς το πρωί έβαζαν το όπλο τον ώμο και ξεκινούσαν για τις
περιοχές που αφθονούσε το θήραμα.
Υπήρχαν κι άλλοι εξαιρετικοί κυνηγοί στις Κέδαρες. Εκτός από
τον Αιμίλιο και τον Τεύκρο, καθώς και τον Γιάγκο Κυριάκου
Ττόμη, ήταν ο Αγαθοκλής Νεοκλέους που ποτέ δεν επέστρεφε στο
σπίτι με χέρια άδεια. Ο Στρατής και ο γιος του Χρίστος. Ο
Χριστόδουλος Ιορδάνη και ο Ευριπίδης Δημητρίου. Ο Νεοκλής
Λούκα, ο Λοΐζος Χαραλάμπους, ο Παντελής Σπύρου, ο Σταύρος
Κλεάνθους, ο Αυξέντιος Παπαδόπουλος, ο Γρηγόρης
Χατζηχρίστου, ο Ιωάννης Ηλία, ο Κυριάκος Πετρίδης, ο Μιχαήλ
Χριστοδούλου, ο Μιχαλάκης Μακρίδης και αρκετοί άλλοι. Σήμερα
ο αριθμός των κυνηγών έχει αυξηθεί κατακόρυφα ενώ αντίθετα
το θήραμα έχει μειωθεί σημαντικά. Οι περισσότεροι κυνηγοί
επιστρέφουν άπραγοι κι απογοητευμένοι, αλλά με την ελπίδα να
φανούν πιο τυχεροί την επόμενη φορά. |