|
Μία σφοδρή κακοκαιρία και τα επακόλουθα της
Αντιγόνης Χριστοδουλίδου
Από τo
1600 που κτίστηκε το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου μέχρι και
σήμερα, κάθε χρόνο στις 17 Ιανουαρίου γίνεται πανηγύρι προς
τιμή του Αγίου. Τα παλιά χρόνια η προσέλευση των πιστών ήταν
πολύ μεγάλη. Άνθρωποι από κάθε γωνιά του νησιού
συγκεντρώνονταν εκεί, άλλοι για να ζητήσουν την ευλογία του
Αγίου κι άλλοι για να πουλήσουν τα ζώα και τις πραμάτειες
μας. Ακόμη και ποιητάρηδες παρευρίσκονταν. Στήνονταν σε μια
περίοπτη θέση και απαγγέλλοντας μεγαλοφώνως τα ποιήματά
τους, που συνήθως αναφέρονταν σε θαύματα Αγίων, ιστορίες
αγάπης ή ακόμη και στυγερά εγκλήματα, προσπαθούσαν με τον
ανάλογο χρωματισμό της φωνής τους να εντυπωσιάσουν και να
συγκινήσουν τους παρευρισκόμενους, ώστε να τ` αγοράσουν.
Στις 17 Ιανουαρίου 1944, ημέρα Σάββατο, ήταν η πρώτη και
μοναδική χρονιά που δεν έγινε το πανηγύρι. Εκτός από τον
ιερέα Παπαχρύσανθο και τους ψάλτες κανείς άλλος δεν
παρευρέθηκε στην εκκλησία. Η δυνατή καταιγίδα που ξέσπασε
από νωρίς τα χαράματα κράτησε όλους στα σπίτια τους.
Η Μαρία Ηλία, γυναίκα του μουσικού και οργανοποιού Γιώργου
Μιχαηλίδη, άλλως Μάστρε Γιώρκου, σηκώθηκε από τις τέσσερις
το πρωί τη μέρα εκείνη. Δραστήρια, δυναμική κι ατρόμητη
καθώς ήταν αγνόησε τη βροχή που συνέχισε να πέφτει όλο το
βράδυ κι αφού έριξε ένα χοντρό ύφασμα πάνω στο κεφάλι και
τους ώμους της κατευθύνθηκε προς ένα δεύτερο σπίτι που είχαν
και βρισκότανε στην άλλην άκρη του χωριού. Το σπίτι αυτό το
χρησιμοποιούσαν ως στάβλο και αποθήκη. Έπρεπε να περιποιηθεί
τα ζώα της και στη συνέχεια να επιστρέψει γρήγορα, να
ετοιμάσει φαγητό και να βάλει μια τάξη πριν πάει στην
εκκλησία. Ήταν σίγουρη πως ο άντρας της, που καταγόταν από
το γειτονικό χωριό Αρμίνου, όλο και κάποιους φίλους ή
συγγενείς θα καλούσε να τους κάνει το τραπέζι και η Μαρία
ήθελε να είναι σε όλα της εντάξει.
Τέλειωσε τη φροντίδα των ζώων κι εκεί που ήταν έτοιμη να
πάρει τον δρόμο της επιστροφής διαπίστωσε πως οι βροχές
δυνάμωσαν και μετατράπηκαν σε καταιγίδα που συνοδευόταν από
αστραπές, βροντές και δυνατή ανεμοθύελλα. Κούρνιασε τότε σε
μια γωνιά, ανάμεσα στα δυο πιθάρια που υπήρχαν εκεί μέσα, κι
άρχισε να σταυροκοπιέται και να προσεύχεται να κοπάσει
γρήγορα. Όσο όμως περνούσε η ώρα άλλο τόσο η καταιγίδα
δυνάμωνε, οπότε άρχισε ν` ανησυχεί πως δεν θα πρόφτανε να
μαγειρέψει. Σκέφτηκε τότε ν` αγνοήσει τη βροχή και τρεχάτη
να επιστρέψει στο σπίτι της. Δεν πρόλαβε όμως γιατί η οροφή
του σπιτιού, που είχε φουσκώσει τόσο πολύ, δεν άντεξε το
βάρος κι έπεσε, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί μέσα στα
χαλάσματα. Το δε σώμα της βρέθηκε να φουσκώνει μέσα στη
ζιβανία που χύθηκε από τα σπασμένα πιθάρια.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνέλθει από το τρομερό
σοκ και τότε άρχισε να τσιρίζει δυνατά καλώντας τους
χωριανούς σε βοήθεια. Απομονωμένοι όμως καθώς ήταν όλοι μέσα
στα σπίτια τους ήταν εντελώς αδύνατο να την ακούσουν.
Άλλωστε το αρκάτζι του «Κοτσίρμπεη», που περνούσε από δίπλα,
κατέβηκε ορμητικό και ο δυνατός θόρυβος που έκανε
εξουδετέρωνε τις δικές της απελπιστικές κραυγές. Σε κάποια
στιγμή την άκουσε μια ξαδέρφη της, η Χρυστάλλα Φιλίππου, που
το σπίτι της βρισκότανε πάνω στο ύψωμα. Αφού τέντωσε τ`
αφτιά της κι εντόπισε από πού προέρχονταν οι φωνές βγήκε
στην αυλή κι άρχισε να καλεί τους χωριανούς σε βοήθεια.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που ανταποκρίθηκαν. Φτάνοντας εκεί
διέσχισαν τη γεμάτη με λασπόνερα αυλή και βρέθηκαν δίπλα στη
Μαρία, που βρισκότανε σε τρομερά άσχημη κατάσταση. Την
έβγαλαν από τα χαλάσματα και μόλις η βροχή σταμάτησε την
έβαλαν σ` ένα πρόχειρο φορείο και την μετέφεραν στο σπίτι
της. Ευτυχώς δεν είχε σοβαρά κτυπήματα, πονούσε όμως
ολόκληρο το κορμί της, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Για να την ανακουφίσουν από τους πόνους της έκαναν κάθε
λογής γιατροσόφι. Έσφαξαν κοτόπουλα, τα έκοψαν σε μεγάλα
κομμάτια κι αφού τα κτύπησαν μ` ένα ξύλινο αντικείμενο τα
τοποθέτησαν πάνω στους μώλωπες που υπήρχαν σ` ολόκληρο το
σώμα της. Ο γιατρός που την επισκέφτηκε δυο μέρες αργότερα
έδωσε συγχαρητήρια σ` αυτούς που της έδωσαν τις πρώτες
βοήθειες. Η ζιβανία, που άφθονη χύθηκε στο σώμα της, το ωμό
κρέας αλλά και τα σπασμένα κρεμμύδια που τοποθετήθηκαν όπου
είχε κτυπήματα την ανακούφισαν σε μεγάλο βαθμό.
Τη μέρα εκείνη και την ίδια ακριβώς στιγμή που συνέβαιναν τα
συνταραχτικά αυτά γεγονότα, άρχισε και η Ελένη Ιωάννη Πατίκη
να καλεί κοντά της τη μητέρα της. Ήταν στο μήνα της και την
έπιασαν οι πόνοι. Η μάνα της άνοιξε αμέσως την πόρτα και
κοίταξε τον ουρανό. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει με τον
ίδιο ραγδαίο ρυθμό, μα η Γλυκερία καταλάβαινε πως δεν είχε
περιθώρια να το καθυστερήσει. Αποφασιστικά λοιπόν πήρε στα
χέρια της μια χοντρή σακούλα κ αφού πέρασε τη μια γωνιά μέσα
στην άλλη, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τριγωνικό κάλυμμα, τη
φόρεσε στο κεφάλι της αφήνοντας το υπόλοιπο μέρος της να
πέφτει μέχρι κάτω χαμηλά καλύπτοντας ολόκληρο το σώμα της.
Ύστερα, αγνοώντας τη βροχή και το κρύο, βγήκε έξω στο δρόμο
κι έτρεξε αμέσως να βρει τη μαμή Τερέζα, που το σπίτι της
δεν ήταν και πολύ μακριά. Ευσυνείδητη και συνεπής καθώς ήταν
εκείνη, έφτασε έγκαιρα στο σπίτι της ετοιμόγεννης κι αφού
έκανε όλα όσα επιβάλλονταν σε τέτοιες περιπτώσεις, σε
μερικές ώρες η Ελένη κρατούσε το νεογέννητο κοριτσάκι στην
αγκαλιά της. Μια τέτοια σημαδιακή κι επεισοδιακή μέρα
επέλεξα να βγω από το σώμα της μάνας μου! |
|