Τα
Χασαμπουλλιά και η Γιαλλουρού
Μ` αυτή
μου την ιστορία αγαπητοί αναγνώστες θα σας πάρω πολλά
χρόνια πίσω. Θα σας ταξιδέψω στα τελευταία χρόνια της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στα πρώτα χρόνια της
Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Μια τρομερά δύσκολη εποχή για
τους κατοίκους του νησιού μας, ειδικά της φτωχής και
απόμακρης από την πρωτεύουσα επαρχίας της Πάφου όπου η
εγκληματικότητα βρισκόταν στο απόγειό της. Ήταν μια
εφιαλτική εποχή όπου οι ληστές και οι φονιάδες για
λόγους εκδίκησης, γι` αντιζηλίες, για μερικά ζώα, για
λίγα χρήματα ή ακόμη και για ν` ανταμειφτούν μ` ένα καλό
φαγοπότι ανελάμβαναν να σκοτώσουν κάποιον, πολλές φορές
χωρίς καν να τον γνωρίζουν. Η δε αστυνομία αδυνατούσε να
πατάξει το έγκλημα είτε γιατί δεν είχε τα μέσα και τον
τρόπο να το κάνει, είτε γιατί έκλεινε τα μάτια. Οι
φονιάδες και οι κακοποιοί έβρισκαν καταφύγιο σε απόμερα
και δύσβατα βουνά δεχόμενοι βοήθεια και κάλυψη από τους
απλοϊκούς χωρικούς που τους φοβούνταν και υποκλίνονταν
μπροστά τους προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τα έχουν
καλά μαζί τους για να κερδίζουν την εύνοιά τους.
Η
Αγγλική Κυβέρνηση προσπάθησε να επιβληθεί της κατάστασης
με κάθε τρόπο. Μέχρι και τα κυνηγετικά όπλα απόσπασε από
τους ιδιοκτήτες χωρίς όμως να έχει θετικά αποτελέσματα.
Οι φόνοι εξακολουθούσαν να γίνονται άλλοτε με μαχαίρια
και τσεκούρια κι άλλοτε με λοστούς ή οτιδήποτε άλλο
έπεφτε στα χέρια των δολοφόνων. Ιδρύθηκε επίσης το
«Στρατιωτικό Αστυνομικό Σώμα» μια δύναμη από χίλιους
άνδρες. Οι περισσότεροι όμως αξιωματικοί εξακολουθούσαν
να είναι Τούρκοι που πολύ συχνά εξαγοράζονταν κι αντί να
συλλάβουν και να οδηγήσουν στη δικαιοσύνη τους ενόχους
τους κάλυπταν κι αποδέχονταν ευχαρίστως τα φαγοπότια και
τα δώρα που τους πρόσφεραν.
Στα
τέλη της δεκαετίας του 1880 μέχρι και τις αρχές του 1890
ξεχώρισαν για τη δράση τους στο έγκλημα τρία αδέρφια που
έμειναν στην ιστορία ως «Χασαμπουλλιά». Οι
ληστές αυτοί κατάγονταν από τα Μαμώνια, ήταν
Τουρκοκύπριοι και ήταν η πρώτη καλά οργανωμένη συμμορία
στην ιστορία του εγκλήματος. Τα ονόματά τους ήταν τ`
ακόλουθα:
1.
Χασάν Αχμέτ Πουλλής
2. Μεχμέτ Αχμέτ Πουλλής ή Καϊμακάμ
3. Χουσεήν Αχμέτ Πουλλής ή Καβουνής
Το
όνομα Χασαμπουλλιά βγήκε από το συνδυασμό του ονόματος
και του επιθέτου του μεγαλύτερου σε ηλικία αδερφού.
Δηλαδή αφαιρέθηκε το Αχμέτ και παρέμειναν το Χασάν &
Πουλλής που ενώθηκαν μεταξύ τους και βγήκε το
Χασαμπουλλής, οπότε όλη η συμμορία ονομάστηκε τα «Χασαμπουλλιά».Τα
τρία αδέρφια ήταν αρχικά φιλότιμοι και φιλήσυχοι
πολίτες. Με την πάροδο όμως του χρόνου και με την ύπουλη
συμπεριφορά ατόμων του περιβάλλοντός τους μπλέχτηκαν σε
δυσάρεστες καταστάσεις και τελικά εξελίχτηκαν σε πολύ
επικίνδυνους ληστές. Μαζί με τα τρία αδέρφια ενώθηκαν
αργότερα κι άλλοι όπως ο Χασσάν Οσμάνης από τον Άγιο
Νικόλα και ο Χουσνή Σαλήχ από τη Γεροβάσα.
Τα
Χασαμπουλλιά ζούσαν σε ορεινά καταφύγια και περιφέρονταν
σαν αγρίμια μέσα στο δάσος σκοτώνοντας,
μπεκρουλιάζοντας, ατιμάζοντας και αρπάζοντας ό,τι τους
άρεσε. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των φιλήσυχων πολιτών
και παρότι η Αγγλική κυβέρνηση τους επικήρυξε για £100,
ένα τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό, εντούτοις η
σύλληψή τους καθυστέρησε πολύ να γίνει. Οι εγκληματίες
αυτοί έχουν κάνει συνολικά είκοσι φόνους κι άλλους
τόσους βιασμούς.
Σύχναζαν στην περιοχή «Κουρτελόροτσος», ένα πανέμορφο κι
εντυπωσιακό μέρος δίπλα στο ποτάμι, λίγο πιο κάτω από το
Κιδάσι που γειτόνευε με το χωριό τους, τα Μαμώνια. Η δε
μητέρα των Χασαμπουλλιών, η Αϊσέ Χαββά, ήταν πολύ
περήφανη για τη δράση των παιδιών της. Χαιρότανε η ψυχή
της κάθε φορά που άκουγε κάποιον να μιλά για τα
«κατορθώματά» τους. Τους βοηθούσε στις διάφορες
παρανομίες τους αποδεικνύοντας στους πάντες πως είχε
άριστες ικανότητες στην κατασκοπία. Επισκεπτόταν χωριά,
σπίτια κι ανθρώπους της γύρω περιοχής συνέλεγε
πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις της αστυνομίας και
τις μετέφερνε στα παιδιά της χωρίς καθόλου χρονοτριβή.
Πολλές ήταν οι φορές που τους έσωσε από παγίδες ή
ενέδρες που τους είχαν στήσει αστυνομικοί ή ακόμη και οι
εχθροί τους. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών τα πήγαιναν
καλά μαζί της. Την σέβονταν και την δωροδοκούσαν με ό,τι
καλό είχαν στα κελάρια τους. Πίστευαν πως με τον τρόπο
αυτό εξασφάλιζαν όχι μόνον τη δική της εύνοια αλλά κι
εκείνη των παιδιών της.
Η
Μουνισέ Σαλήχ, μια τουρκάλα από τις Κέδαρες, παντρεύτηκε
το Μαϊράμ Μουσταφά από τον Άγιο Γεώργιο και
εγκαταστάθηκε στα Μαμώνια. Σε λίγο όμως καιρό χώρισε και
ξαναπαντρεύτηκε με το Μεχμέτ Αχμέτ Καϊμακάμ, δεύτερο στη
σειρά αδερφό του Χασαμπουλλή. Ο δε θείος της Μουνισέ, ο
Γιουσούφ, καταγόταν από τις Κέδαρες όπου και κατοικούσε.
Διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τα Χασαμπουλλιά γι`
αυτό και τους υποσχέθηκε κάθε δυνατή εκ μέρους του
βοήθεια, όπως πληροφορίες για τις κινήσεις της
αστυνομίας, κάλυψη, βόλια, καπνό κι ό,τι άλλο μπορούσε,
αλλά υπό έναν όρο: να μην ενοχλήσουν κανένα Κεδαρίτη ή
Κεδαρίτισσα.
Τήρησαν
την υπόσχεσή τους τα Χασαμπουλιά μέχρι που μια μέρα
αντίκρισαν τη Στυλιανή άλλως Στυλού και ξετρελάθηκαν
μαζί της. Η κοπέλα αυτή ήταν ψηλή και λυγερόκορμη, ξανθή
και γαλανομάτα. Από το χρώμα των ματιών της πήρε το
παρατσούκλι Γιαλλουρού. Βάλθηκαν να την κλέψουν γι` αυτό
παρέμειναν στις Κέδαρες αναμένοντας την κατάλληλη
ευκαιρία. Η δε Γιαλλουρού, που την εποχή εκείνη ήταν
νιόπαντρη, δεν είχε ιδέα πως έγινε στόχος των
Χασαμπουλλιών ώστε να περιορίσει τις κινήσεις της κι ένα
πρωινό πήγε μαζί με τον άντρα της τον Ηλία να οργώσουν
και να σπείρουν το χωράφι τους που βρισκόταν αρκετά
μακριά από το χωριό.
Τα
Χασαμπουλλιά τους ακολούθησαν και κρύφτηκαν μέσα στο
αρκάτζι του Βουτούρου περιμένοντας την κατάλληλη
ευκαιρία. Οι ύποπτες όμως κινήσεις τους δεν πέρασαν
απαρατήρητες από το αετίσιο βλέμμα του Γιουσούφ.
Υποψιάστηκε αμέσως το σκοπό τους και τους παρακολουθούσε
από κάποια απόσταση πανέτοιμος να επέμβει και να
εμποδίσει οποιαδήποτε ενέργειά τους. Σαν όμως διαπίστωσε
πως τα Χασαμπουλλιά δεν είχαν σκοπό ν` αποχωρήσουν χωρίς
το θήραμά τους πλησίασε τον Ηλία λέγοντάς του:
«Ώρα
σου να σκολάσεις, Ηλικκά…»
Εκείνος
παραξενεύτηκε με τα λόγια του Γιουσούφ. Γύρισε το κεφάλι
του προς τον ουρανό, κοίταξε τον ήλιο και χαμογέλασε
ειρωνικά.
«Μα
`ντα που `παθες, ολάν Γιουσούφ; Ο ήλιος χέλει δκυο
κονταρόξυλα ακόμα να βουτήσει τζι` εσού λαλείς μου να
σκολάσω;»
απάντησε αυθόρμητα ο Ηλίας και ο Γιουσούφ του έριξε τότε
ένα επίμονο αυστηρό βλέμμα. Μετά κοίταξε προς τη μεριά
του αρκατζιού θέλοντας να του μεταφέρει το μήνυμα.
«Είπα
σου παρέτα τα τωρά τζιαι πήαινε γλήορα έσσω σου»,
του επανέλαβε με στόμφο, «τζι`
άλλη φορά να μεν φέρεις τη γαινέκα σου δαπάνω δα.
Εκατάλαβες ρε κουμπάρε όξα να σου το ξαναπώ;»
Ένα
παράξενο κι απροσδιόριστο συναίσθημα πλάκωσε τότε την
ψυχή του Ηλία. Αντελήφθη αμέσως πως κάτι ύποπτο κι
επικίνδυνο συνέβαινε. Άφησε το βλέμμα του ν` ακολουθήσει
το δικό του Γιουσούφ και μόνο τότε πρόσεξε τα κεφάλια
των Χασαμπουλλιών να εξέχουν πάνω από το αρκάτζι.
«Ευκαριστώ
σου Γιουσούφ τζιαι να `σαι πάντα καλά. Να χαρείς
αντίκοψέ τους ώσπου να ξωμακρύσομε…»
του είπε παρακλητικά και με τρεμάμενη φωνή ο Ηλίας, κι
αφού πήρε τη γυναίκα και τα ζώα του, με πόδια που
έτρεμαν από φόβο κι αγωνία και καρδιά που γοργοκτυπούσε
σαν ταμπούρλο, τράβηξαν για το σπίτι τους.
Η πράξη
του Γουσούφ ενόχλησε κι απογοήτευσε τους ληστές. Σε
οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δεν θα υποχωρούσαν. Δεν ήταν
άλλωστε του χαρακτήρα τους. Θα δρούσαν αστραπιαία και
δυναμικά και θ` άρπαζαν χωρίς καθόλου δισταγμό αυτό που
ποθούσαν. Τώρα όμως ήταν στη μέση ο Γιουσούφ και δεν
μπορούσαν να του πάνε κόντρα έτσι αποχώρησαν
απογοητευμένοι και άπρακτοι από τις Κέδαρες και λίγες
μέρες αργότερα, στις 2 Φεβρουαρίου 1896, εισέβαλαν στο
γειτονικό μας χωριό Φιλούσα και απήγαγαν την άμοιρη
Βαρβαρού που ήταν η υιοθετημένη κόρη του ιερέα Χατζήπαπα
Χριστόδουλου. Η πανέμορφη Βαρβαρού ήταν μόλις 18 χρονών
και ήταν αρραβωνιασμένη με τον ομοχώριό της Μωϋσή.
Εισέβαλαν στο σπίτι της την ώρα που αυτή βρισκόταν με τη
γερόντισσα πεθερά του ιερέα και την άρπαξαν. Τα κλάματα
και οι τσιριχτές φωνές της συγκίνησαν, αναστάτωσαν κι
εξόργισαν τους κατοίκους του χωριού αλλά κανείς δεν
τόλμησε να τρέξει προς βοήθειά της. Οι πυροβολισμοί που
ρίχτηκαν στον αέρα από τα Χασαμπουλλιά πάγωσαν το αίμα
τους απλοϊκούς ανθρώπους και τους παράλυσαν τα πόδια.
Μιαν
ολόκληρη νύχτα πέρασε η Βαρβαρού μαζί με τους ληστές
και την επομένη μέρα όταν μετά από ένα μεγάλο φαγοπότι
που κράτησε μέχρι τις πρωινές ώρες μέθυσαν όλοι και
παραδόθηκαν σ` ένα βαθύ ύπνο άδραξε την ευκαιρία κι
απόδρασε. Βρισκόταν σε τρομερά άσχημη κατάσταση γι` αυτό
και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Πάφου όπου κρατήθηκε για
νοσηλεία.
Η
είδηση κυκλοφόρησε σαν αστραπή στα γύρω χωριά και το
πάθημα της Βαρβαρούς συγκλόνισε όλους μικρούς και
μεγάλους. Η δε Γιαλλουρού πήγε να τρελαθεί από το φόβο
και την αναστάτωσή της ακούγοντάς το. Πανικοβλήθηκε
τόσο πολύ που απόφευγε να κυκλοφορεί μέσα στο χωριό. Κι
αν ήταν επείγον να το κάνει φρόντιζε να σκεπάζει το
πρόσωπό της μ` ένα μεγάλο μαντήλι. Ευτυχώς όμως δεν
κράτησε για πολύ. Δυο μέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου
1896, τα Χασαμπουλλιά συνελήφθηκαν σ` ένα σπίτι στο
χωριό Κιδάσι και οδηγήθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης.
Ολόκληρη η Κύπρος ανάσανε με τη σύλληψή τους, πιο πολύ η
Γιαλλουρού που αισθανόταν πολύ τυχερή που αυτή δεν βίωσε
τα όσα πέρασε η κοπέλα του γειτονικού χωριού.
Έζησε
μέχρι τα βαθιά της γεράματα η Γιαλλουρού κι απέκτησαν
έξι παιδιά με τον Ηλία. Τη Μαρία, το Φυλακτή, τον
Ιωάννη, το Γρηγόρη, τον Κωστή και την Ελένη. Κάθε φορά
που είχαν κάποιαν γιορτή και παιδιά κι εγγόνια
συγκεντρώνονταν στο σπίτι να γλεντήσουν και να
διασκεδάσουν, τα κοιτούσε με χαρά κι αγάπη και χαιρότανε
η ψυχή της. Ήταν όμως φορές που σαν γοργόφτερο χελιδόνι
η σκέψη της έτρεχε πίσω στα παλιά κι αναλογιζότανε πως
θα ήταν η ζωή της αν δεν κατάφερνε ο Γιουσούφ να επέμβει
δυναμικά κι αποφασιστικά εμποδίζοντας τα Χασαμπουλλιά να
φέρουν σε πέρας το άγριο έγκλημα που σκόπευαν να κάνουν.
Κουνούσε τότε το κεφάλι της κι από τα βάθη της ψυχής της
μακάριζε το Γιουσούφ που την έσωσε από τον εξευτελισμό
και την ατίμωση.