Στα παλιά τα χρόνια, που δεν υπήρχαν στα χωριά γιατροί
και φάρμακα ώστε κάποιος να βρει τη γιατρειά του από το
οδυνηρό κέντρισμα του σκορπιού, υπήρχαν άνθρωποι που το
γήτευαν, ανακουφίζοντας μ` αυτόν τον τρόπο τον ασθενή. Το
γήτεμα μεταφερόταν από στόμα σε στόμα. Η γυναίκα το μετέφερε
στον άντρα και το αντίθετο. Ποτέ από άτομο του ιδίου φίλου.
Ικανή για τη δουλειά αυτή στο χωριό, ήταν η Μυροφόρα
Χριστοδούλου Μουσούλα. Κι όταν αργότερα θέλησε να μάθει την
τέχνη και η εγγονή της, η Μυροφόρα τη μετέφερε στον εγγονό
της Αντρέα Κλεάνθους κι εκείνος με τη σειρά του στην αδερφή
του, τη Βαρβάρα Περικλέους.
Αυτά ήταν τα λόγια για το γήτεμα του
σκορπιού:
Ήμουν παίδκιος τζι` αρχηπαίδκιος
Τζιαι παιδί τζιαι παλικάρι
Βάλλω τη δάφνη άλετρο
Την αρκολιά στοάρι
Κάμνω τζιαι μπρούντζινο ζυγό
με ζέβλες ασημένιες
τζιαι πάω κάτω στο γιαλό
Κάτω στο περιγιάλι
Τζι` όργωσα το χωράφι μου
Τζιαι φύτεψα σιτάρι.
Ήβρα μια πέτρα ριζιμιά
Τζι` είπουν να την εβκάλω
τζιαι βρέθει το κακό θερκό
που λέσειν κατσινιόρο.
Στη δεξιά μ` έκρουσεν
τζαι στην ζεβράν επόνουν.
Κλαίω τζιαι αναστενάζω
τζιαι τον Ιησού Χριστό φωνάζω.
Τζ` η Παναγία η Δέσποινα
Ακούει τζιαι ρωτά με:
Ήντα `σχιεις τέκνο μου τζι αναστενάζεις
Τζιαι του γιου μου του μοναχογιού φωνάζεις;
(Επαναλαμβάνεται από την αρχή μέχρι το τέλος).
Έβκα σε τζιείνο το βουνό
που `σχιει πέτρα μαρμαρένη
τζιαι σταυροπελετζημένη.
Τζιαι εν να δεις τρία πιθάρκα
με το μέλι, με το γάλα
το φαρμάτζι ναν` γεμάτα.
Πιες το μέλι, πιες το γάλα
Άφησ` το φαρμάτζι
τζι` έν να γιάνεις.
Εις τ` όνομα του Πατρός και του Υιού και του
Αγίου Πνεύματος.
(Επαναλαμβάνεται τρεις φορές).
Αντιγόνη Χριστοδουλίδου