Μια
ιστορία απ` τα παλιά.
Απόκριες στις
Κέδαρες.
Οι
Κεδαρίτες ήταν εύθυμοι άνθρωποι, ανοιχτόκαρδοι,
διασκεδαστικοί και γλεντζέδες. Δεν άφηναν ευκαιρία να
πάει χαμένη. Στα πανηγύρια, τα βαφτίσια, τους γάμους,
τους αρραβώνες, τις σήκωσες, τις μέρες της Ανάστασης, τα
Χριστούγεννα ή ακόμη και στις φυδκειές (φύτεμα νέου
αμπελιού) στηνότανε τρικούβερτο γλέντι που διαρκούσε
πολλές ώρες. Το κρασί και η ζιβανία πάντοτε
κατασκευασμένα από τα αμπέλια τους, έρεε άφθονο σε
τέτοιες περιπτώσεις κάνοντας όλους να παραμερίσουν έστω
και προσωρινά τα προβλήματα της καθημερινότητας και να
έρθουν σε κέφι και κατάνυξη.
Η
ιστορία που θα σας αναφέρω σ` αυτό μας το τεύχος έγινε
ημέρα των Αποκριών πριν από αρκετές δεκαετίες, παρέμεινε
όμως βαθιά χαραγμένη στη μνήμη αυτών που την βίωσαν.
Κάποιος μέσα στο καφενείο ανάφερε πως τη μέρα των
Αποκριών γίνεται μεγάλη παρέλαση στη Λεμεσό με συμμετοχή
αρμάτων και πολλών μασκαράδων.
«Ε
γιατί εν το κάμνομε τζι` εμείς;»
εισηγήθηκε ένας από τους θαμώνες και η πρόταση
αποδέχτηκε παμψηφεί. Η είδηση διαδόθηκε από τη μιαν άκρη
του χωριού μέχρι την άλλη και όλοι οι άντρες άρχισαν
αμέσως ν` αναζητούν τα κατάλληλα ρούχα για τη
μεταμφίεσή τους. Τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα μαζεύτηκαν
όλοι γύρω από την πλατεία για ν` απολαύσουν το υπέροχο
και διασκεδαστικό θέαμα. Παρέλασαν αρκετά άτομα.
Βρακάδες ντυμένοι πανταλονάδες ή το αντίθετο. Κάποιοι
φόρεσαν γυναικεία φορέματα κι άλλοι ντύθηκαν
χανούμισσες. Ένας άλλος στερέωσε ένα καλάθι στο κεφάλι
του και μετά έριξε από πάνω ένα μεγάλο σεντόνι για να
φαίνεται πανύψηλος. Ένας άλλος έβαλε μαξιλάρι στην πλάτη
του για να δείχνει καμπούρης κι άλλος τυλίχτηκε με πολλά
ρούχα κι έγινε τόσο χοντρός που κανείς δεν μπορούσε να
φανταστεί ποιος ήταν κρυμμένος κάτω από τη μάσκα που
φορούσε.
Ο
κόσμος παρακολουθούσε μ` ενδιαφέρον την παρέλαση,
χειροκροτούσε δυνατά και γελούσε με την καρδιά του:
«Τούτος
εν ο Στρατής»,
σχολίαζε ο πρώτος. «Ου μάνα μου τζι` εφόρησε
παντελόνι… Μα δέτε ήντα του πάει…»
«Τούτος
που έρκεται τωρά εν ο Πατής…» σχολίαζε
ο δεύτερος.
«Τζιαι
τούτος ποδά εν ο Κανάρης…»
«Τούτος
που ανέφανε που πάνω εν ο Σοφοκλής. Τούτος εν ο Πέρικλος,
τούτος εν ο Ζάνος, τούτος εν ο Θεόφιλος, τούτος εν ο
Φίλιππος της Μαρτούς».
«Ε
τούτος που ανέφανε τωρά σίουρα εν ο Νικολάτζης…»
σχολίαζαν οι παρευρισκόμενοι αναφερόμενοι σε διάφορα
ονόματα ενώ τα γέλια και τα χαρούμενα ξεφωνητά δεν
έλεγαν να κοπάσουν.
Τελευταίος στην παρέλαση εμφανίστηκε ο Παναγής
Καραγιάννης ή Παναής όπως τον αποκαλούσαν όλοι. Ο Παναής
είχε την πρωτότυπη φαεινή ιδέα να παρελάσει καβάλα πάνω
στο επίσης μασκαρεμένο γαϊδούρι του. Με τη βοήθεια του
φίλου του, τού Μαυρίκιου, που ήταν ένας πολύ εύθυμος και
διασκεδαστικός άνθρωπος, έντυσαν πρώτα το τετράποδο
φορώντας του στα μπροστινά πόδια παντελόνι και στα
πισινά βράκα. Του στερέωσαν ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι
ενώ στο λαιμό του κρέμασαν μιαν πολύχρωμη γραβάτα. Τέλος
έβαψαν τα χείλη του ζώου με κόκκινη μπογιά και του
έριξαν στην πλάτη ένα χρωματιστό κιλίμι. Ετοιμάστηκε κι
ο Παναγής φορώντας ένα φόρεμα της γυναίκας του καθώς και
τις κάλτσες της. Φρόντισε επίσης από μέρες και
προμηθεύτηκε μ` ένα μεγάλο σε μέγεθος γυναικείο ζευγάρι
παπούτσια. Έδεσε μετά ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του
αφήνοντας τον τεράστιο φιόγκο να πέφτει δεξιά κι
αριστερά του προσώπου του δίνοντας την εντύπωση πως ήταν
μαλλιά. Πήρε την τσάντα που χρησιμοποιούσε η γυναίκα του
όταν πήγαινε να ξεγεννήσει καμιάν εγκυμονούσα και μ` ένα
σάλτο ανέβηκε στο γαϊδούρι. Άνοιξε την ομπρέλα που
επίσης πήρε από τη γυναίκα του και αγνώριστος καθώς
έγινε ξεκίνησε για την παρέλαση. Το γαϊδούρι το
τραβούσε ο Μαυρίκιος που επίσης ήταν μασκαρεμένος. Ήταν
τόσον εντυπωσιακή και τόσο αστεία η μεταμφίεσή τους που
έκλεψαν την παράσταση από την πρώτη στιγμή. Ο κόσμος
ενθουσιάστηκε βλέποντας τους και όλοι διπλώθηκαν στα δυο
από το πολύ γέλιο. Το σημαντικότερο όμως ήταν που το
γαϊδούρι συνεργάστηκε μαζί τους το αφιλότιμο, και δεν
έκανε την ανάγκη του μέχρι που του αφαίρεσαν τη βράκα!!!